Μόνο όταν χάνεσαι μπορείς να αλλάξεις

Posted on
Μόνο όταν χάνεσαι μπορείς να αλλάξεις

Μιλάμε με την Άννα το πρωί καθώς πάει στην εντατική, γεμάτη ενέργεια και πάθος να σώσει. Διαβάζω τα καινούργια εγγλέζικα guidelines που υπονοούν επιλογή σε αυτούς που πεθαίνουν για να σωθούν οι πιο νέοι σε περίπτωση έλλειψης σωλήνων. Σε πανικό οι άνθρωποι με παιδιά που δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητα και να προσφέρουν……άμα νοσήσουν αυτοί, οι γονείς;

Οι νέοι άνθρωποι σε άρνηση… δεν είναι δικός τους πόλεμος και τους βάζουμε κερφιου.

Ακούω πια από τον υπολογιστή τις κρίσεις του κόσμου ως κλινικός ψυχολόγος.

Δεν φοβάμαι. Έκανα ειρήνη χρόνια πια μες τα ογκολογικά με το πεθαίνω. Με μαραζώνει που όποιος πεθάνει θα ναι μόνος, ούτε ένα αποχαιρετισμό δεν μπορούμε, ούτε μια κηδεία της προκοπής.

Αποδέχομαι τις θεωρίες περί ανθρώπινου χεριού σε όλο αυτό, όπως επίσης και πως η φύση μας έβαλε ένα παράσιτο για να δούμε με πόσα τέτοια ζει η ανθρωπότητα.

Μαραζώνω για τους χρόνιους ασθενείς, για τους γονείς με παιδιά άρρωστα, αυτιστικά, με κινητικά προβλήματα, κλεισμένοι σε ένα διαμέρισμα, μόνοι, χωρίς βοήθεια. Σπαράζει μέσα μου τ ‘ανθρώπινο και θέλω να αγκαλιάσω μα δεν μπορώ.

Σταματήστε τις υστερίες και τα παράπονα. Περνάμε όλοι από κρίσεις πανικού… όλοι από φόβο… κάντε ησυχία λίγο μέσα σας και νιώστε την καρδιά τ’ αλλουνού στο δίπλα διαμέρισμα, την δίπλα πόλη, την διπλανή χώρα, ήπειρο. Είμαστε όλοι μαζί.

Χρόνια τώρα εκατοντάδες άνθρωποι και παιδάκια είναι απομονωμένα μήνες, χρόνια. Χάνουν κάθε κοινωνική επαφή για μια μεταμόσχευση, ένα καρκίνο, ένα σάρκωμα που τους άφησε χωρίς χέρι, πόδι, άλλο μέλος.

Ελάτε να βρούμε το νοιάξιμο πίσω από το σύννεφο του φόβου. Άστε παπάδες και θρησκείες και παρατάξεις πολιτικές. Θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος; Τότε δέξου ότι είσαι ένα μικρό τιποτένιο πλάσμα βρωμερό και με μεγάλες ικανότητες να γίνει ένα με όλο τον κόσμο. Αν έχει κάποιο νόημα στον covid, είναι να μας ενώσει… δέστε το, χαρίστε βοήθεια, ψάξτε αγνώστους που σας χρειάζονται, δώστε γέλιο, μαραζώστε, κλάψτε, γίνετε παιδιά. Ξυπνάτε. Δεν μυρίζει θάνατο. Μυρίζει προσευχή στη ζήση και στην αδελφότητα. Όχι θρησκευτικά. Είναι εδώ η ζωή, όχι στο μεταθανάτο. Είναι εδώ η ζωή και εδώ χρειάζεται αγάπη και ένωση.

Η Ζωή, αυτό που γίνεται στο κάθε τώρα.

Ας ζήσουν όσα παραπάνω παιδιά γίνεται. Αυτά είναι η υπενθύμιση της ανθρωπιάς, της ταπεινοφροσύνης και της αλήθειας της φύσης. Είναι τα φώτα στην έλλειψη υπερδύναμης. Και τα παιδιά που υποφέρουν από υγεία, φτώχεια, άσχημες συμπεριφορές, είναι ακριβώς αυτά με τα οποία μετρά κανείς την αγάπη και τις  σημασίες  της ζωής.

Νέοι, νέοι άνθρωποι σας παρακαλώ κοιτάξτε γύρω και βοηθήστε. Δεν είναι η ζωή μόνο παιχνίδι. Μην φοβάστε τον πονο. Σκάψτε βαθιά μέσα του και θα βρείτε νόημα χαρά, ελπίδα άμα τον ξεφοβηθείτε.

Όλοι έχουμε θυμό. Χάνουμε αυτά για τα οποία μας λένε με τ’ όνομα μας, κι’ όμως είμαστε ακόμα άνθρωποι.

Αυτός κι’ εγώ. Συγχωρώ, μα δεν επικροτώ.

Posted on
Αυτός κι’ εγώ. Συγχωρώ, μα δεν επικροτώ.

Αγαπώ την Μαίρη, την γνωρίζω χρόνια, είναι από αυτούς τους μεγαλύτερους σε ηλικία φίλους που έμειναν έφηβοι και φρέσκοι και ας έλαβαν κολασμένα δώρα από την ζωή.

Σε μια ομάδα που κάναμε μαζί, με κάθε ηλικίας άνθρωπο, από διάφορα στρώματα των πλέον πρώην κοινωνικών μας τάξεων, είχε φέρει την τούφα από τα μαλλιά της κόρης της που είχε πεθάνει κάποια χρόνια πριν ως ότι πιο πολύτιμο είχε.

Η Μαίρη βγήκε μια βόλτα χθες, με την μάσκα της , τα γάντια της, λόγω ηλικίας είναι ευάλωτη ομάδα. Σιγοτραγουδούσε και ρουφούσε ζωή. Απέναντι της έρχονταν, προς το μέρος της, 4 αγόρια, έφηβοι, 14, 15 χρονών. Μόλις ζύγωσαν την κοίταξαν, άρχισαν να βήχουν και να φτύνουν κάτω, γύρω της, χασκογελώντας. Φεύγοντας είπε ο ένας: “Είμαστε νέοι εμείς. Δεν μας πιάνει ο κορωνοϊός.”
Δεν είναι από τους τύπους που σοκάρετε η Μαίρη μα απόρησε, απογοητεύτηκε, διερωτήθηκε άμα προστατεύει τον εαυτό της άδικα, για να παραμείνει σε μια τέτοια κοινωνία μέσα…..

Δεν με ξένισε εμένα όλο αυτό… ίσως μπορώ να πω πως το κατάλαβα εύκολα. Τους ένιωσα αυτούς τους μικρούς.

Τους έχουμε πρήξει με τις ζωούλες μας, εμείς οι μεγάλοι, εμείς οι τώρα ευάλωτοι, εμείς που μέχρι προχθές, σαν γονείς, καθηγητές, δάσκαλοι, δικαστές, αστυνομικοί, ψυχολόγοι,  μόνο λάθη τους βρίσκαμε. Εμείς  που για ένα “για το καλό σου”, ένα “ξέρω εγώ τι σου λέω, είσαι μικρός δεν ξέρεις”, ένα “δεν θα καταφέρεις τίποτα έτσι” τους υποβαθμίζαμε, την ίδια ώρα που μας έβλεπαν μίζερους, ανέκφραστους, αναίσθητους, αγχωμένους, παραπονιάρηδες, ευερέθιστους…

Και είναι παιδιά που μπήκαν και αυτά σε ένα πόλεμο δικό μας, αντιμέτωποι με κίνδυνο και θάνατο για εμάς όπου οι ίδιοι θα γλυτώσουν. Σε κοινωνίες που φοβόμαστε τον θάνατο, που αρνιόμαστε τις αλήθειες της ζωής, όπου οι γέροι βασανίζονται φυτά χρόνια και συχνά παραζούμε χωρίς νόημα, μόνο και μόνο για την εξουσία του μένω ζωντανός ή  την δικαιολογία ενός θεού που διαλέγει- και ας είναι ο άνθρωπος που χορηγεί φάρμακα συντήρησης.

Και ήρθε ένας ιός να πει την ευθανασία με δικό του διεστραμμένο τρόπο. Και αν είναι από την φύση αυτός ο ιός, τότε με ένα δικό της σοφότερο τρόπο.

Σκανδαλιστικό για πολλούς, κι ‘όμως κάτι σημαντικό έχουμε και εδώ να δούμε.

Ανεπίτρεπτο όμως φιλαράκια μου… μαλακία, πολύ μεγάλη. Ξέρω πως μπορεί να σας παγώσαμε το συναίσθημα , ξέρω πως μπορεί να μας βλέπετε σαν προβληματικούς, καταπάτες των δικαιωμάτων, των ελευθεριών, των συναισθημάτων σας, μα ξεφεύγετε φιλαράκια… Ήταν ένας μικρός βιασμός, μια απειλή χωρίς νόημα. Κάνατε αυτό που μας κατηγορείτε πως σας κάνουμε… προς τι;

Είμαι μαζί σας με τα χίλια αλλά είστε υπεύθυνοι  και εσείς για τις ζωές τις δικές σας . 

Είστε υπεύθυνοι γιατί είσαστε κολλημένοι στο κινητό. 
Είστε υπεύθυνοι γιατί δεν λέτε την αλήθεια ο ένας στον άλλον. 
Είστε υπεύθυνοι γιατί θέλετε να γαμήσετε μόνο, και μετά παραπονιέστε πως δεν υπάρχει αγάπη και σεβασμός στις κοινωνίες σας. 
Είστε υπεύθυνοι γιατί κάνετε μπούλινγκ σε αυτούς που δεν φαίνονται να “λάμπουν όπως το έχετε στο νου σας”. 
Είστε υπεύθυνοι γιατί δεν είστε ούτε εσείς κοντά στους πρόσφυγες, ούτε κάνετε καινούργιες πολιτικές παρατάξεις αφού είναι ξεπουλημένες οι δικές μας και ακολουθάτε τα δικά μας ενώ μας φταίτε. Παρασύρετε μας! Να η ευκαιρία σας! Οργανώστε τις δικές σας κοινωνίες τώρα που έχετε χρόνο και χτίστε τα σπίτια της καρδιάς με τζάκια να λιώσετε τα παγόβουνα της καρδιάς μας. Πιο πολύ από το να μας σώσετε από τον ιό σας ζητώ να μας σώσετε από την αμνησία του παιδιού μας.

Δέχομαι πως κάποιοι ασυνείδητα ή συνειδητά βλέπετε όλο αυτό που γίνεται σαν μια δική σας επανάσταση να μας δείξετε πόσο φοβόμαστε για το τομάρι μας, ενώ δεν μας βλέπατε να τιμούμε το ζω. Και σας φοβερίζαμε να κάνετε πράματα στο τώρα σας για να έχετε μετά τις δικές μας ζωές που καθόλου ελκυστικές δεν σας φαίνονται. Και συμφωνώ… απόλυτα συμφωνώ. 

Βαριεστημένοι, χωρίς εμπιστοσύνη σε κανέναν, να τρέχουμε πίσω από δόξες και χρήματα. Σε κοινωνίες που δεν είναι ανάγκη να πω πολλά από το τι εμείς θεωρούμε δεδομένα και εσείς πρωτόγνωρα και σκανδαλίστηκα. Την πολιτική; Την ισότητα; Την θρησκεία; Τα προσφυγοπούλα; Την μόρφωση που σας εξαναγκάζουμε;

Έχετε άδικο όμως κι ‘εσείς να το εκφράζετε με τον ακριβώς ίδιο τρόπο για τον οποίο  κατηγορείτε εμάς. Και γίνεστε όμοιοι σε ένα ‘οφθαλμός αντί οφθαλμού’.

Βρε αδελφάκια, συγνώμη που δεν είμαστε αυτοί που σας αγαπάν όπως το χρειάζεστε αλλά ίσως προστατεύοντας μας να είναι η δικιά σας ευκαιρία να μας δείξετε εσείς πως θέλετε να ‘ναι το “σε προσέχω”… πως είναι το “δώρο ενός ασφαλισμένου αύριο”.

Άδικο το ξέρω να αντιστρέφονται οι ρόλοι για λίγο, όμως νά η δικιά σας ευκαιρία να μας δείξετε εσείς πιο υγιής τρόπους αγαπώντας μας και υπόσχομαι θα μάθουμε… υπόσχομαι ενήλικα.

Η ζωή του καθενός μας είναι και δικιά του ευθύνη και αν είστε χάλια με την δικιά σας δεν φταίνε μόνο οι μεγάλοι και οι κοινωνίες. Είστε υπεύθυνοι κι’ εσείς που με την δικαιολογία του θύματος γίνεστε θύτες, πρώτα προς τους εαυτούς σας και μετά προς τα όνειρα. Μάθετε να πολεμάτε και νά η ευκαιρία σας να μας μάθετε πράγματα.

Συγνώμη για τα λάθη μας και υπεύθυνα υπόσχομαι να μαθαίνω και το εύχομαι και σε εσάς.

Αυτός και εγώ…

Posted on
Αυτός και εγώ…

Nicosia, 1952

Είμαι ο Αχιλλέας και λυπάμαι για όσα γίνονται γύρω μου, μάλλον  μια φοβάμαι και μια αρνούμαι την πραγματικότητα, μια γελώ πολύ, πάρα πολύ, και μετά λυπάμαι ξανά…….όχι με τον ιό. Με τον άνθρωπο.

Αγάπη είναι μια αναγνώριση της μικρότητας μας, μια αποδοχή του τέλους μας, της μαργαρίτας που είμαστε και μαραίνεται και γίνεται ξανά ένα με το χώμα. Αγάπη είναι κατανόηση πως έχω ανάγκη από εσένα και εσένα και εσένα γιατί φοβάμαι και αυτό το φοβάμαι μουρμουρίζει την μικρότητα μου. 

Ο θυμός είναι επίσης ένα συναίσθημα, άξιο και αυτό όπως τα άλλα . Και θέλει και αυτό την αναγνώριση του και την αποδοχή του. Αυτό λέει δεν πρέπει να φοβάμαι και με θέλει θεό, με θέλει επίλεκτο, με θέλει μεγάλο και τρανό. Μα δεν είμαι. Και επειδή φοβάμαι να το αποδεκτώ σε φταίω εσένα με την πρόφαση του δεν με καταλαβαίνεις άμα πιστεύω πως αυτό που λέω είναι η απόλυτη αλήθεια. Την πρόφαση του πιστεύω πως με αυτά που κάνεις δεν με νιώθεις και δεν με σέβεσαι. Μα αυτά είναι προφάσεις δικών μου αξιολογήσεων με τις οποίες καταπιάνομαι φοβόμενος να με δώ φοβισμένο και ανασφαλή. Λόγω καραντίνας η αγάπη και ο θυμός θα συγκρουστούν πάρα πολύ. Ο θυμός ψάχνει την αποκοπή και την διαφοροποίηση ενώ η αγάπη την ένωση και την αποδοχή. Το ένα είναι το πλην και το άλλο το συν. Κι’ασ συνυπαρχουν πραγματικά σε αρκετές τους εκφράσεις.

Η βία μέσα στα σπίτια έχει πολλαπλασιαστεί, και σε εμάς, όλους. Γινόμαστε με αυτό τον αόρατο εχθρό ο ένας επικίνδυνος για τον άλλον. Όμως δεν είναι ο άνθρωπος ο εχθρός….ούτε αλήθεια μιά άλλη ζωή που θέλει να φάει την ανθρώπινη. Ο μεγαλύτερος απο όλους εχθρός είναι οι πεποιθήσεις μας, για την αρρώστια, τον θάνατο, την εξουσία μας πάνω στον πλανήτη, την επιστήμη, τις εκατομυρια έννοιες του Θεος……..
Ο άνθρωπος καλείται να το καταλάβει αυτό και να ενωθεί μέσα του με τον συνάνθρωπο του έναντι στον όποιο εχθρό “απειλεί” τις ανθρώπινες ζωές. Και μέσα απο αυτή την διαδικασία να κοιτάξει τις πεποιθήσεις του.
Η αγάπη λοιπόν έλεγα, και ο θυμός συγκρούονται, και πολλά μας πιστεύω επίσης. 
Ένα βασικό μας πιστέυω είναι πως οι συντρόφοι και τα παιδιά μας υπάρχουν για να γεμίσουν το δικο μας κενό και για να μας κάνουν ευτυχισμένους. 
Καθόλου!
Οι άλλοι είναι μια δοκιμασία για να ανοίξουμε πόρτες στο πόσος άνθρωπος μπορεί να χωρέσει μέσα μας. Μας ξυπνάνε την ζήλεια, την αγάπη, τον θυμό, τον έρωτα, το μίσος, την απαισιοδοξία, την υπομονή και τα αντίθετά της. Μας τα ξυπνάνε, δικά μας είναι.

Κοινωνικά πρέπει να εξηγήσουμε ξανά και ξανά τα μέτρα. Διότι όλοι θα θέλαμε να μην είναι σοβαρό και η άρνηση είναι μια πρώτη φυσιολογική αντίδραση. 
Αφού μένουμε σπίτι μας, αφού θα περάσουμε από κάθε στάδιο πένθους- άρνηση, θυμό, κατάθλιψη, διαπραγμάτευση-, αφού ο νους θα προτρέχει στο μέλλον και στις επιπλοκές όλου αυτού, ας κανονίσουμε να έχει ο καθένας τον χώρο του να βγάζει τον θυμό του, τις ώρες της απομόνωσης του, ας συμφωνήσουμε πως δεν θα το παίρνει ο δέκτης προσωπικά. Ας ακούσουμε! Όσο ο άλλος φυσικά δεν γίνεται βίαιος και επικίνδυνος.Ας  γυμναστούμε, έστω και στο σπίτι. 

Ας πίνουμε ποτά και τρώμε γεύματα με φίλους online. 
Ας αφήσουμε τα παιδιά μας ήσυχα˙ δεν είναι η ώρα να τους “ισιώσουμε” και να τους βάλουμε στον σωστό δρόμο.
Ας μιλήσουμε μεταξύ μας για τον φόβο κι’ ας ακούσουμε ο ένας τον άλλον. Πόσο δύσκολο ήταν στα χρόνια μου σαν ψυχολόγος στην ογκολογία να πείσω τις οικογένειες να μοιραστούν τον φόβο, την πιθανότητα του θανάτου, να κλάψουν μαζί, να κάνουν χιούμορ μαζί….
Ας κάνουμε λοιπόν χιούμορ. Ας αυτοσαρκαζόμαστε. Είμαστε όλοι μικροί, ασήμαντοι και τόσο ίδιοι.

Άμα σκεφτούμαι ο καθένας ποιους μπορούμε να βοηθήσουμε έξω από το σπίτι μας, με ασφαλισμένους τρόπους, θα νιώσουμε καλύτερα. Τους φτωχούς ξένους, τους ηλικιωμένους, αυτούς που δεν έχουν σπίτια και δεν τους δίνουμε πια λεφτά γιατί κλειστήκαμε στα σπίτια μας, τις οικογένειες ασθενών και τόσους άλλους.

Τα παιδιά θα έχουν ερωτήματα για τον θάνατο, για την λογική της ασθένειας… δεν πειράζει να μας δουν να κλαίμε ή να φοβόμαστε και εμείς άμα ξέρουν πως τους αγαπάμε και βάλαμε μέσα τους αυτή την αγάπη για πάντα.

Τόσο δύσκολο ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες να πούμε συγνώμη, να δείξουμε την τρέλα μας και να  τραγουδάμε, να κάνουμε αστεία έστω και αν χάνουμε τον ρόλο του σοβαρού πατέρα ή καλά μπασμένου στην εφηβεία παιδιού…
Τόσο δύσκολο να παίξουμε με την ντροπή του να εκφράσουμε συναισθήματα και να δεχτούμε να δουν οι δικοί μας τα δικά μας παιδικά και καημένα κομμάτια.
Ας αφήσουμε το αύριο να έρθει. Η ανησυχία του δεν προσφέρει πολλά. Μάλλον μας διαλύει. 
Με παρακολουθώ ενώ δουλεύω από το σπίτι πόσο αφήνω για άλλη ώρα πράματα που χρόνια ήθελα να μείνω σπίτι για να κάνω. Και ξέρω πως μόνος δεν μπορώ να με ελέγξω άμα δεν βάλω κάποιον φίλο στον οποίο πρέπει να δώσω αναφορά. Πόσο ωραίο όμως και αυτό, που τέτοιοι φίλοι υπάρχουν.

Είναι ωραία η ζωή και ο “θάνατος με τους πολλούς γλυκός” λέει μια παροιμία.

Έχουμε πολλά να μας προβληματίσουν, θέματα μεγάλα. Πού πάνε οι προσωπικές μας ζωές, πού στέκεται το ζευγάρι μας, πώς είμαστε σαν γονείς, πόσο αντέχουμε τη μοναξιά; Και τόσα άλλα.

Μπορούμε να βρούμε χαρά και εδώ που είμαστε!
Λέγοντας  αυτά που δεν είπαμε, σκεπτόμενοι αυτούς που μας χρειάζονται πιο πολύ. Διότι πάνω από όλα είμαστε ζώα που θέλουν να επιβιώσουν και μόνο με το να δώσουμε, να προσφέρουμε να δούμε και τις ανάγκες των άλλων γινόμαστε άνθρωποι. Κάποιοι θα ανακαλύψουμε πως θέλουμε να χωρίσουμε, άλλοι θα απογοητευτούμε από φίλους και οικογένεια, άλλοι θα ερωτευτούμε και θα αγαπήσουμε. Ας είναι αποδεκτά. Δεν είναι ώρα αποφάσεων αλλά ώρα να αντέξουμε τις μετακομίσεις μέσα μας. 

Διότι χάσαμε πολλούς μας ρόλους και απειλούνται και άλλοι όπως σε πολλούς απειλείται και η επιβίωση τους, όχι από τον ιό αλλά από τα πιο σημαντικά επακόλουθα του. Δεν είναι κανείς μόνος όμως, κανείς άμα δεχτούμε σε αυτό όλο πόσο μικροί είμαστε και πόσο μέσα από αυτό τον ιό καταλάβαμε πόσο συνδεδεμένοι και ίσοι και ίδιοι είμαστε.

Η αναθύμηση τ’ ανθρώπου

Posted on

“Όσες εμπειρίες και να αποκόμισε ο άνθρωπος, αυτές οι μεγάλες στιγμές αντιμετωπίζονται με τρόπους που μοιάζουν, επιβεβαιώνοντας μας πόσο μικροί παραμένουμε μπροστά σε αλήθειες που κανένας μοντερνισμός και καμία ανάπτυξη δεν διαφοροποιούν.”

Με ιδιαίτερες ευχαριστίες στην AVANT GARDE και τον Όμιλο DIGITAL TREE για την δημοσίευση του άρθρου

Αγαπημένη μάνα…

Posted on
Αγαπημένη μάνα…

Δεν έγραψα εδώ και καιρό. Ξυπνώ με φράσεις και ιδέες και μετά ξεχνώ. Είμαι στην Γαλλία, στη χώρα που με ξεγέννησε. Σε αυτήν που είδα κομμάτια δικά μου, που με γνώρισα πίσω από το κεντημένο παραπέτασμα του τι μου επέβαλλα και ξεσκιζόμουν να φτάσω. Αυτές οι ιδανικές εικόνες, αυτές οι φράσεις που αρχίζουν με το “εγώ”, “με γνωρίζω καλά”, “ξέροντας με”. Σε μια ανάγκη μεγάλη να είμαστε κάτι συγκεκριμένο. Κάτι ιδανικό, χειροπιαστό, σαν εξίσωση. Και με εμάς και με τους άλλους, χωρίς απρόβλεπτα, χωρίς την τόσο επίφοβη και απειλητική τρέλα. Είχα γονατίσει πολλές φορές στο Λονδίνο, ζητώντας έλεος από τον εαυτό μου, τον κριτή, το τι φοβόμουνα να απογοητεύσει, να πληγώσει, να βγει από τα αναμενόμενα, τα κατεστημένα, τα όρια μέσα στα οποία οι άλλοι γύρω μου θα με αγαπούσαν ακόμη, και δεν θα με απομόνωναν, δεν θα με έβλεπαν σαν τρελό ή σαν πληγή.

Ο φίλος μου ο Λουίτζι αγόρασε ένα πλοιάριο σε ένα ποτάμι εδώ. Το έκανε ξενοδοχείο. Κολλητός μου, αγαπημένος, οικογένεια. Πήγα να μείνω, σπίτι μου αλήθεια, όπως σε κάθε φίλου το σπίτι. Ζει 30 χρόνια στην Γαλλία μα πήγε στην Ιταλία να θάψει τη μάνα του. Συναντηθήκαμε μετά την κηδεία. Μου λέει με ντροπή και απόλυτη συνείδηση και αποδοχή: από την μέρα που πέθανε νιώθω πως είμαι λεύτερος. Δεν ξέρω από τι, δεν ρώτησα, μα μπορώ να αντιληφθώ. Λεύτερος από την απογοήτευση που έβλεπε στα μάτια της, κι’ ας πέτυχε σε ό,τι έκανε, κι’ ας είναι ένας βέρος καλλιτέχνης. Από αυτούς που δεν τέλειωσαν σχολές, μα υπηρετούν την τέχνη μέσα στην καθημερινότητα.

Αυτό το βάρος δεν είχα εδώ… αυτό το ένδυμα. Ήμουν όπως είμαι, τρελός, αστείος, παρεξηγήσιμος, ερωτιάρης, άπιστος, απαίσιος, αγνός, ευαίσθητος, κλαψιάρης, φωνακλάς, ονειροπόλος και τόσα αλλά. Κάποιες μέρες αυτά και άλλες όλα τα αντίθετα. Όμως ανοικτός να μου πουν οι άλλοι αυτά που θέλουν. Με μια ευγνωμοσύνη και χωρίς δικαιολογητικά. Άλλοτε σε τι ρίσκο έμπαινα άμα δεν ήμουν αυτός που ήθελα. Άμα γινόμουν βαρύς και ανεύθυνος, κωλόπαιδο και απογοητευτικός……

Μάνα λοιπόν θα έλεγα εδώ μιας και είναι μια επιστολή προς τη μάνα, δέξου με. Μάνα μην βάλεις τα γυαλιά της κοινωνίας σου και των πιστεύω σου, των φόβων και των απαιτήσεων σου. Κοίτα με γυμνό. Κοίτα εμένα, άκου την ανάσα μου και γλέντα που γεμώνει τα πνευμόνια μου, άκου την καρδιά μου και χόρεψε που δεν ψάχνει καταφύγιο και τρέχει τρελή στους δρόμους σε έρωτες και φιλίες που δεν αποφέρουν παρά την κατάβαση της σύνδεσης. Μάνα κοίτα εμένα γιατρό ή νεκροθάφτη, ομοφυλόφιλο ή τραβεστί, πατέρα ή ανύπαντρο και άγονο, πρεζάκι ή θετό πατέρα μαύρων παιδιών, πόρνη ή καλόγερο. Αγάπα με χωρίς κριτική, χωρίς αυτή την αναμονή στο μάτι, αυτή την ανάγκη να ομορφύνεις την ταυτότητα μου στον κύκλο σου. Ανάσανε με, μυρίσου με, δεν είμαι παρά εφήμερο λουλούδι που φύτεψες μες το χώμα χωρίς να ξέρεις τα χρώματα των πέταλών του.

Μάνα κάνε έγνοια σου μόνο την καλή μου ανάσα και το κέφι να συνεχίζω να ονειρεύομαι, σε καρότσι ή χορεύοντας, πλούσιο ή φτωχό, ντροπιασμένο ή καταξιωμένο κοινωνικά.

Δεν θέλω άλλο από εσένα παρά να είσαι καλά, να κάνεις όνειρα, να γεύεσαι τη ζωή, να χαίρεσαι το σώμα μες το οποίο άρχισε η δικιά μου ζωή…… και ας μην σε βλέπω, και ας μην με βλέπεις. Δεν έχει σχέση με ποιον κάνω παρέα και σε τι μπλέκω, δεν είναι αγάπη να μην με εμπιστεύεσαι και να θέλεις να είμαι άλλος. Αυτά έχω ανάγκη για να πλέω στα ανοικτά της ζωής. Εμπιστεύσου την φλόγα της ζωής μέσα μου και ας μην μοιάζω με τα άλλα παιδιά.

Έγινα αυτό που είμαι, μα σαν τον Λουίτζι το παιδί μέσα μου ανέμενε κάτι από εσένα… εκείνο το καθαρό βλέμμα που δεν είχες παρά σε στιγμές άμα με κοίταζες, αυτή την προσπάθεια να αφήσεις τις σκέψεις και να δεις τα παιδιά σου. Πόσο δύσκολο ξέρω είναι άμα κοιτάζω εγώ τα παιδιά και ξέρω πόσα άλλα θα μπορούσαν να είναι. Βάση όμως ποιου κριτηρίου, ποιου μέτρου;

Πόσο δυσκολεύομαι κι’ εγώ να σκάσω, να μην κρίνω, να μην φοβάμαι, να μην νευριάζω, να μην κάνω αβάστακτες μελλοντικές εικόνες, να μην παίρνω την ευθύνη του τι θα απογίνουν, την ανάγκη να μοιάζουμε και σε 10 χρόνια για να κρατήσουν μια σχέση.

Κι’ όμως ξέρω πως είναι ένας θάνατος που συνέβη ήδη και το μεγάλωμα μια περίοδος να τον αντέξω και μετά, μετά να’μαστε λεύτεροι, και εκείνοι και εγώ.

Μάνα δέξου να’μαι ο ανθισμένος τάφος των ονείρων σου μέσα από τον οποίο ξεφυτρώνει και γεννιέται αυτός που είμαι μέσα από τη δική μου εμπειρία και την δική μου επένδυση αυτού που μου έδωσες.

Ευχαριστώ για όσα μου έδωσες, και τα ωραία και τα άσχημα. Ξέρω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να αγαπά χωρίς εγωισμό, χωρίς αναμονή, χωρίς απαίτηση, φόβο. Για να λέγεσαι άνθρωπος χρειάζεται να  αναγνωρίσεις όλα αυτά και αντέξεις ο άλλος να είναι άλλος. Αυτό είναι το γυμναστήριο στο οποίο ασκείται η αγάπη.

Με ιδρωμένη αγάπη, το παιδί σου.

Αγαπημένο μου παιδί…

Posted on
Αγαπημένο μου παιδί…

Αγαπημένο μου παιδί,

Μεγαλώνεις και μαζί σου κι’ εγώ. Γίνεσαι νιότη, και γίνομαι ανάγκη. Γίνεσαι λευτεριά, και γίνομαι φόβος κι’ εξάρτηση… ψάχνεις το καινούργιο κι’ εγώ το γνώριμο.
Αγαπημένο μου παιδί, φοβάμαι. Γιατί πια δεν σε ξέρω και δεν σε αναγνωρίζω, είσαι ένας άγνωστος, μια άγνωστη. Δεν ξέρω τι σου αρέσει και πια στάση να κρατήσω. Έρχεσαι με αγάπη και έρχεσαι με θυμό. Έρχεσαι κάποιες φορές να ακυρώσεις όλα όσα είμαι και όσα υπήρξα.

Άλλοτε γίνομαι κακός κι’ άλλοτε λυπάμαι και το δείχνω. Κι’ εσύ άλλοτε σωπαίνεις και άλλοτε επιτίθεσαι κι’ άλλο. Και ξέρω πως νιώθεις ενοχή μα δεν θέλω. Δεν θέλω ενοχή, δεν θέλω αναγνώριση, δεν θέλω να ψάχνω να σε κολλήσω με όσα υπήρξες και με όσα μου έδινες, μα δεν έχω χώρο να σε γνωρίσω. Ή μάλλον, δεν δέχομαι μες τον εγωισμό μου, κάποιες φορές, να κάνω χώρο. Θέλω κι’ εγώ να με καταλάβουν. Έτσι στο  μέσα μου αναγνωρίζω μόνο την πάλη να πενθήσω που δεν είσαι πια αυτό το παιδί που ήξερα και την πάλη ν’ ανταπεξέλθω στις καινούργιες προκλήσεις που μου βάζει το μεγάλωμα σου.  Χάνομαι λοιπόν και σπαταλιέμαι παρά να σε γνωρίσω.

Κάποιες φορές αντιλαμβάνομαι πως ξέρεις πιο πολλά απ’ όσα εγώ και πως σε πολλά που λέω έρχομαι δεύτερος και με ακυρώνεις, όπως ο δικός μου πατέρας. Και υπερασπίζομαι το δικό μου παιδί μέσα μου κάποιες φορές ως νόμος και τιμωρός και άλλοτε μισώντας σε και νιώθοντας κι’ εγώ ένοχος. Από ήρωας και σωστός, από πηγή ασφάλειας και αγκαλιάς, έγινα ένα τίποτα και ένας κανένας……κάποιες φορές, και συχνά ξέρω πως είναι μέρες που θα ήθελες να εξαφανιστώ όπως και για εμένα υπάρχουν μέρες που θέλω να εξαφανιστείς εσύ. Δεν έχω τι να συζητήσω μαζί σου κάποιες φορές και τι να πω . Και κάποιες άλλες στιγμές γίνεσαι το μωρό μου και έρχεσαι να μου πεις φοβάσαι και συγχύζομαι. Πόσο παιδί είμαι κι’ εγώ!

Άμα καταφέρω να κρατήσω μια πολύ καλή σχέση μαζί σου, σχεδόν συνωμοτική, φιλική, όμορφη, τότε δεν σου δίνω την πιθανότητα να εξαπλωθείς έξω από το σπίτι μας, να βρεις άλλες πηγές αγάπης, να γευτείς τον έρωτα, το σεξ, την απόρριψη, να κάνεις φιλίες πιο σημαντικές κι’ από την οικογένεια, να τολμήσεις, να χαθείς και μόνος να σε ξαναβρείς. Άμα είμαι σε μια απόσταση και δεν ψάχνω να κρατήσω μια σχέση, ίσως να χαθείς και να νιώσεις εγκατάλειψη, να μην αντέξω εγώ ο ίδιος τον εγωισμό μου, να προδώσω τον ρόλο μου και την αγάπη που σου είχα όσο ήσουνα βολικό παιδί και του χεριού μου. Ξέρω έξω εκεί έχει και άσχημα και επικίνδυνα μα δεν πρέπει να στα υπενθυμίζω συνέχεια… λες και η κοινωνία είναι μόνο άσχημη… λες και την ξέρω εγώ πιο πολύ απ’ όσο θα την μάθεις εσύ ποτές σου.

Θυμώνω άμα λες βαριέμαι, μα πόσο καλά ξέρω πως εκείνες τις στιγμές μέσα σου ξεπετάγεται ένα παμφάγο τέρας που σου λέει πως δεν είσαι αρκετό. Που σου λέει πως τίποτα δεν έχει αξία. Που σου λέει πως τα παιδικά σου όνειρα πρέπει να τα κάνεις σκύβοντας το κεφάλι σε υποχρεώσεις, πρέπει και κανόνες. Και σ’ αυτό σου το βίωμα και σ’ αυτή σου την μελαγχολία, οι θεωρίες μου και οι δικές μου εμπειρίες θα πάνε μέχρι το νου σου, και μια από τις υποχρεώσεις που μου δίνει η αγάπη του ενήλικα είναι να οργώσεις μόνος την καρδιά σου. Και είναι γη σκληρή η καρδιά που πρέπει να γδάρεις επώδυνα κάποιες φορές για να ρίξεις μες τις χαραμάδες π’ άνοιξες σπόρους για ν’ ανθίσουν.

Το μεγαλώνω σου με προδίδει με ποικίλους τρόπους. Θα φύγεις. Δεν θα είμαι πια ο πιο σημαντικός και ο πιο σωστός για ’σένα. Δεν θα με χρειάζεσαι και θα πρέπει να βρω άλλη ζωή μες την οποία θα νιώσω την σημαντικότητα που είχα από εσένα. Θα γίνουν άλλοι πιο σημαντικοί… θα παίρνεις τα ρίσκα σου και δεν θα μοιάζουμε πια. Θα γίνεις ξένος, άλλος. Θα πονάς και δεν θα είμαι εκεί. Θα χωριστούν οι ζωές μας και πια οι δρόμοι στους οποίους θα συναντιόμαστε θα’ ναι λίγοι και συχνά από υποχρέωση και όχι από εξάρτηση παιδιού. Και θα πρέπει από ήρωας της τάξης των ελληνικών να γίνω ο ειδήμονας μιας τάξης μαθηματικών που ξέρει καλά να υπολογίζει την απόσταση που έχω να κρατώ για να γίνεις ο άλλος που ο σπόρος μέσα σου σε προορίζει να γίνεις.

Έχω να κατανοήσω πως με αγαπούσες χωρίς όρια όσο ήσουνα εξαρτώμενο και τώρα είναι απόλυτα σ’ εμένα το αν θα με αγαπάς, μιας και η μόνη σου υποχρέωση είναι να έχεις σεβασμό μόνο και μόνο επειδή σου έδωσα την σκυτάλη της ζωής. Άμα παραμείνω ο πιο αγαπημένος τότε θα έχω αποτύχει. Άμα μείνω ένας άνθρωπος που σέβεσαι τότε θα έχω πετύχει στην υποχρέωση μου να σεβόμαστε όλοι την πηγή της μεγάλης μάνας μας, της ζωής. Και μερικές φορές φαντάζει όλο αυτό ένα αίτημα να κόψω με το χέρι μου το άλλο, ξέροντας πως έτσι μόνο θα λευτερωθώ και εγώ μα και εσύ, μόνο έτσι θα δεχθώ πως δεν ήρθα για να γίνω ήρωας και ν’ αγαπηθώ, ν’ αναγνωριστώ και να έχω χρεώστες.  Μα ν’ αγαπήσω, να δωρίσω και να χαθώ μες το άπειρο λεύτερος και ξαλαφρωμένος.

Εύχομαι να ήμουνα γάτα και να ‘σουνα το γατί μου. Να ‘χα απλά να σου δώσω το βυζί μου και να σε προστατέψω όσο χρειάζεσαι μέχρι να ψάξεις μόνο σου φαγητό. Μετά να μην έχω πια σχέση μαζί σου. Παρά να ‘μαι άνθρωπος και να σε μεγαλώνω τόσα χρόνια και να σου επιβάλλω πράματα λες και ξέρω την ζωή ή το μέλλον, λες κι’ ένας δρόμος υπάρχει στην ζήση, λες και υπάρχει σωστό και λάθος. Και να σε φορτώνω ενοχές που σε αγαπώ και που σου δίνω, ενώ θέλω ιδανικά να ’ναι  όλα δώρο και να μην πετάγεται ο εγωισμός μου να ζητά αναγνωρίσεις ακόμα και χωρίς να τις λέω με λέξεις. Να μην πετάγεται ο εγωισμός και να σε συγκρίνει και να σε φοβάται, λες και η οποιαδήποτε κοινωνική αποτυχία σου θα στιγματίσει εμένα ή θα γίνει μια τέτοια τραγωδία στο μυαλό μου για το δικό σου μέλλον και θα μοιάσεις… αλί και τρισαλί… θα μοιάσεις σ’ εμένα! Με τις ανασφάλειες και τις φοβίες μου, τα καταστροφικά και τα λάθη μου. Μακάρι να ‘βρισκα την συχνότητα για ν’ ακούς μόνο την καρδιά μου, μόνο την καθαρή, ατόφια αγάπη που υπάρχει, αυτήν με την οποία κάποτε κι’ εγώ παιδί αγάπησα το ζω, και να μην παρεμβάλλουν οι συχνότητες των σκέψεων και των φόβων μου, των ιδανικών μου, των ανεκπλήρωτων δικών μου, των ευθυνών και των ενοχών μου.

Δεν γράφω για να με κατανοήσεις. Γράφω για να δεις αυτά που δεν μπορώ να σου δείξω, γιατί σαν άνθρωπος δεν είμαι σταθερός, δεν είμαι ένας μα πολλοί, γιατί ξεχνώ συχνά να προβληματιστώ και δρω και αντιδρώ αυτόματα.

Το μεγάλωμα σου με κάνει να κατανοήσω τους γονείς μου. Με κάνει να μαθαίνω να αγαπώ… με κάνει να χαίρομαι τις στιγμές που πια σε βλέπω από απόσταση και ξέρω πως δεν με χρειάζεσαι. Και πως θα ‘σαι ένας άλλος, μια άλλη, ένα άλλο φως, που χαίρομαι που κατάφερα λίγο να βάλω κάποιες πέτρες στον φάρο από τον οποίο λάμπει. Όπως και να ‘σαι, όποιος άνθρωπος και να γίνεις. Με κάνει να μαθαίνω να δέχομαι να μην είμαι προστάτης, ήρωας, απόλυτος, να εμπιστεύομαι την σοφία και να γεύομαι την ενέργεια με την οποία γεμίζεις τις στιγμές ακόμα και άμα είσαι στα δύσκολα μαζί μου. Ευτυχώς η σχέση μας είναι ωραία, κι’ ας έχει και όλα όσα περιέγραψα. Είναι ωραία γιατί είναι ζωή! Και ξέρω πως άμα συναντιόμαστε , η μεγαλύτερη μας προσπάθεια είναι να βρεθούμε ελεύθεροι ο ένας από τον άλλον. Και αυτό σημαίνει χωρίς φόβο και ενοχή και ακόμα πιο σημαντικό, χωρίς μια απογοητευμένη εικόνα στην φαντασία μας πως ο ένας έχει για τον άλλον μέσα του.

Να ζεις παιδί μου και να γεύεσαι τις στιγμές, να δημιουργήσεις το δικό σου. Θα ‘μαι κάπου εδώ γύρω, μες τον ίδιο ωκεανό, για λίγο ακόμα ψάρι κι’ εγώ που ψάχνει να επιβιώσει και να απολαύσει, σε λίγο άμα τα καταφέρω, ένα ναυαγισμένο πλοίο που εύχομαι να περάσεις, άμα θες να επισκεφτείς και να μάθεις στα ερείπια του κάτι από την εμπειρία κάποιου άλλου. Έτσι για να ξεφοβηθείς λίγο πιο πολύ την ζωή και να κάνεις λίγη ειρήνη με τον θάνατο. Εύχομαι ακόμα να φύγω πριν από εσένα και να έχει εκείνη η δικιά σου μοναδική στιγμή την ελπίδα πως θα ‘μαι εκεί άμα φτάσεις μόνος για να μην φοβάσαι.

Σ’ ευχαριστώ.

 

Η πηγή της ζήσης και της αλήθειας

Posted on
Η πηγή της ζήσης και της αλήθειας

Πεθύμησα να γράψω, να χαϊδέψω με τα δάκτυλα τα πλήκτρα και να ακούσω τους ήχους των κουμπιών άμα τα πατάς σε διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με τη ροή της έμπνευσης, του πάθους και της βιασύνης. Έχω ανάγκη να μοιραστώ μικρά αποσπάσματα από κάποιες συναντήσεις μου, οι οποίες,  όσο και να’ ναι ιστορίες χαμού και πένθους, ξεσηκώνουν μια κραυγή βρεφική μέσα μου που θέλει να σκουντήσει τη ζωή για να ξυπνήσει. Δεν έχει λύπη, αλλά πάθος. Δεν νιώθει το άδικο της ζωής, μα βλέπει την αποκάλυψη τσίτσιδων μελών της ζωής έτσι ακριβώς όπως τα έφτιαξε ο πλάστης, όπως θα έλεγε και η Ευπραξία.  Και αφού έχω παρομοιάσει τη ζωή με σώμα, μπορεί αυτές οι αλήθειες της, των χαμών και των πενθών, να ήταν τα πόδια και τα χέρια της. Μα έχει κι’ άλλα μέλη τα οποία επίσης συχνά βλέπουμε, γυμνά και από κάποια ξαναπιανόμαστε για να συνεχίσουμε.

Ήταν μια μεγάλη μέρα στο γραφείο.  Ένα νεαρό ζευγάρι που έχασε το παιδάκι του,  μια μάνα που έχασε σε δυστύχημα την νεαρή κόρη της,  ένα αγόρι που έχασε τον μπαμπά του. Ήταν κι’ άλλα ραντεβού επίσης σημαντικά, όμως αυτά… αυτά τα τρία ραντεβού, αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, όλοι πιο νεαροί μου σε ηλικία, με ταξίδευαν σε μέρη που δεν είχαν λέξεις. Άκουγα τη λύπη, το θυμό, το φόβο, το παράλογο, τα δάκρυα καθώς κυλούσαν στα μάγουλα. Άλλα σιωπηλά κι’ άλλα ενορχηστρωμένα από λυγμούς. Σε φάσεις έπρεπε να γίνω σκληρός… σε άλλες δάκρυσα… μα με τσάκωσα και στις τρεις αυτές συναντήσεις να νιώθω τον χαμό τόσο κοντινό στη πηγή της ζωής. Μεγαλώνουμε χάνοντας: από την μήτρα, στο βυζί και από εκεί στην αθωότητα, την ασυνειδησία, τα πρότυπα, τα ιδανικά, αυτούς που κάναμε φίλους, γονείς, καθηγητές, μέρη και ηλικίες. Ξυπνάμε ένα πρωί και τ’ αγαπημένο μας παντελόνι είναι πια μικρό γιατί μεγαλώσαμε κι ενώ είναι το ίδιο σώμα που άλλαξε, εμείς το αναγνωρίζουμε σαν χαμό. Μα έχει καινούργιες προκλήσεις και άλλες ελευθερίες, καινούργιες γεύσεις και μπόλικα πρωτόγνωρα που ο χαμός είναι ένα εισιτήριο που φαίνεται φτηνό σε τιμή.

Όταν όμως χάνεις το παιδί σου ξαφνικά, και αυτό είναι 8, 10, 20 χρονών τότε το εισιτήριο είναι πανάκριβο και ό,τι άλλο και να δώσει η επόμενη πράξη του σκηνικού της ζωής εσύ νιώθεις να’ χεις γίνει ένας μίζερος, απένταρος, μετανιωμένος άνθρωπος. Ήξερα πως δεν είχε ανακούφιση ο πόνος τούτος. Ήξερα πως οι προσπάθειες τους να τρέξουν σε πνευματικούς, αγίους και μέντιουμ, γιατρούς και ψυχολόγους δεν θα έδινε, παρά στην καλύτερη περίπτωση, ένα φύσημα πάνω στην πληγή που καίει και θα καίει.

Ο νεαρός που έχασε τον πατέρα του, σε μια διαδικασία που κράτησε κάποια από τα παιδικά του χρόνια, είχε ερωτευτεί μα δεν το άντεχε. Μόλις τον έφτυσε η κοπελιά ανακουφίστηκε, ηρέμησε, ξαναβρήκε τη χαρά του. Τον είχα ήδη δει κάποιες φορές μα σε τούτο το ραντεβού αντιλήφθηκα πόσο φοβόταν να χαρεί, πόσο να ελπίσει και να ονειρευτεί, να γίνει ήρωας μέσα σε μια φαντασίωση του, ο απόλυτος γκόμενος σε μια άλλη. Ο χαμός του πατέρα του ενώ δεν φαινόταν να τον επηρέαζε μέχρις εκεί, αφού τον αντιλήφθηκε και τον σκέφτηκε πριν γίνει, του επέτρεψε να μπει στην εφηβεία όπως κάθε άλλο παιδί μέχρι που έπρεπε να αρχίσει να ονειρεύεται και να ελπίζει για χαρά, να βγει από τα καθημερινά και τα παρεΐστικα, τα μαθήματα και τις εξόδους και να δει τον εαυτό του και την ζωή να χορεύουν παρέα.

Και καθώς χορεύουν, να της κλέβει ένα φιλί σ’ έναν έρωτα απάνω και να της ζητά να του πει πόσο ικανός είναι να κάνει για σπουδή ένα πάθος του και όχι απλά κάτι βιοποριστικό. Να την πιέζει να τον βάλει στ’ όνειρο της και να τον ταξιδέψει μέσα σε αυτά που φοβάται αλλά ποθεί. Μα μόλις κάτι τέτοιο υπήρχε σαν πιθανότητα για τον Ορέστη, πνιγότανε, έχανε τους βηματισμούς, βαριόταν, έτρεχε στην καρέκλα του και παράταγε τον χορό. Έγινα σκληρός. Δεν έκλαψε, μα ένιωσα πως είδε την πληγή που ζούμιζε ακόμα και έπνιγε την φαντασία κάθε είδους και την προδομένη ελπίδα από τότε που παρακάλαγε τον πατέρα να ζήσει.

Το ζευγάρι που έχασε ξαφνικά το παιδάκι του ήταν σε μια διαδικασία άλλη. Μια θλίψη και μια άρνηση.  Φαινόταν ωσάν να ζούσε αυτή την πιο σκληρή περίοδο, πιστεύοντας πως στο τέλος της ίσως να είχε την επιστροφή του παιδιού τους. Η μαμά έκλαιγε και γελούσε, έβλεπε τον εαυτό της από ψηλά μιας και άφησε το σώμα της να κινείται και να δρα χωρίς να το κατοικεί. Δεν μπορούσε να σκεφτεί μια άλλη μέρα και φοβόταν την επόμενη ώρα. Μέσα σε ένα άγχος η επόμενη ώρα να φέρει την συνειδητοποίηση του για πάντα χαμού του παιδιού της. Της είχα βάλει δουλειές να διεκπεραιώσει, όχι για να ξεχαστεί αλλά για να έρθει λίγο πίσω στο σώμα της και να μπορέσει να νιώσει πως ζει. Ήξερα και ξέρω σε τόσες τέτοιες περιπτώσεις, πως δεν την ενδιέφερε πια η ζήση, ούτε ο χρόνος ούτε ο θάνατος. Όμως ζούμε όσο έχουμε ζωή και τα άλλα παιδιά της την χρειάζονταν. Είμαι σίγουρος πως θα ήθελε να’ ναι κάπου στην Αίγυπτο μιας άλλης εποχής και να μπει στην πυραμίδα με το νεκρό παιδί της και όλους τους άλλους που δεν θα ήθελε να συνεχίσουν να ζουν και να τελειώσουν όλα για όλους. Μα η ζωή συνεχίζεται… ερήμην μας κάποιες φορές. Και όσο και να νιώθουμε προδότες καταφέρνει η ανάγκη και η ευχαρίστηση να μας ξαναδελεάσουν προπαντός άμα το πένθος μας φτάνει στην αποδοχή του τι μας έτυχε να βιώσουμε. Έρχεται η στιγμή που ξανακολλάμε την παλιά ζωή με την καινούργια και βρίσκουμε μέσα στη συνέχιση τούτη λόγους να θέλουμε να ζήσουμε. Εκεί που η αγάπη για το αγαπημένο μας πλάσμα γίνεται σαν το γάλα μες τα βυζιά μας που ψάχνει να ταΐσει κάποιον άλλον ιερό σκοπό.

Ο πατέρας εκείνος, σ’ εκείνο το πρώτο ραντεβού, λίγο μετά τον χαμό τους, ήταν ήρεμος. Είχε κάνει τα πάντα όπως έπρεπε και κρατήθηκε δυνατός, ωσάν να μην ήθελε το παιδί του να τον δει να διαλύετε από εκεί ψηλά, να μην καταστρέψει την εικόνα που 8 χρόνια έδινε, πως ο μπαμπάς μπορεί και είναι εδώ για να νιώθει το μικρό του ασφάλεια, θαυμασμό, ανακούφιση. Δρούσε σαν καλός πατέρας με άδεια αγκαλιά που έψαχνε τρόπους να την ξαναγεμίσει. Ίσως ένα άλλο παιδί, ίσως κι’ άλλη δουλειά, ίσως μια υιοθεσία. Κάποιον σκοπό να συνεχίσει τον ρόλο του πατέρα της μοναχοκόρης του που δεν άντεχε να παραδώσει.

Η άλλη μάνα ήταν θυμωμένη. Με τον θεό, τους γείτονες, κάθε άνθρωπο που έλεγε ωραία λόγια στην κόρη της όταν ζούσε, τους φίλους του παιδιού της που συνέχιζαν. Είχε οργή με την ζωή που δεν σταμάτησε την ώρα που πέθανε η κόρη της και την ανάγκαζε να συνεχίζει κι’ αυτή, με ίδια σκηνικά, ίδια κοστούμια, ίδιες εικόνες και ηθοποιούς μα χωρίς το παιδί της. Είχε τόσο θυμό που σε κάποια φάση της προκαλούσα κι’ άλλο μέχρι που λύγισε και έκλαψε και καταράστηκε τη ζωή, το θεό, τους άλλους, τον εαυτό της. Υποψιάστηκα πως άμα μαλακώσει, άμα πάψει να’ ναι θυμωμένη, άμα δεχτεί να αφεθεί στο κλάμα, την απομόνωση, την βοήθεια των άλλων γύρω της τότε ρισκάρει να δεχτεί το χαμό και ακόμα χειρότερα να ξεχάσει τη Μάρα. Έτσι δεν ήθελε να δώσει τίποτα στον εαυτό της. Ήθελε να ψάχνει, ήθελε να απεχθάνεται, ήθελε να ζηλεύει… να ψάχνει τα δίκια της, να μισά και εκείνην και τη ζωή, τη δικιά της, των άλλων, την ευρύτερη. Ο θυμός της την κρατούσε δίκαια. Μια καλή μάνα που αρνιόταν να χαρεί ή να δώσει χώρο σε δικά της συναισθήματα και ανάγκες, για να μην κάνει τη νεκρή της κόρη, να νιώσει μόνη στην αδικία που τη βρήκε.  Ο θυμός απέκλειε κάθε άλλο συναίσθημα, κάθε άλλη επαφή, κάθε καινούργια σύνδεση. Όπως και η κόρη της ήθελε να την τρώει η οργή σαν το χώμα το σώμα. Απαιτούσε από εμένα να της εξηγήσω, να της πω αυτά που μόνο κάποιος που πέθανε και ξανάρθε μπορούσε να της πει, ήθελε μια δικαιολογία, ένα σκοπό για τούτη την οδύνη, για το άδειο δωμάτιο, για τα μαύρα Χριστούγεννα και το καταραμένο Πάσχα που πέρασε. Οι πνευματικοί της είπαν διάφορα, μέχρι και για νηστείες για την ψυχή του παιδιού της. Τη φόρτωσαν μπόλικες ενοχές όπως συνήθως κάνουν οι πλείστοι αφού ξέρουν πως άμα γυρίσει να φάει τη σάρκα της θα σωπάσει και θα κοιμίσει κάθε συναίσθημα.

Εγώ δεν ήθελα να φάει τη σάρκα της. Ήθελα τόσο πολύ να σκάψει μέχρι να ξαναβρεί την αγάπη της για τη Μάρα. Να ματώσει, να φωνάξει, να νιώσει το κενό που ήδη υπήρχε και να τη δώσει σε κάποιον… σε άλλους. Να ζήσει η Μάρα ξανά μέσα από την καρδιά της. Να χαϊδεύουν τα χέρια της ωσάν να αγγίζει το παιδί της.

Εκείνο το βράδυ που σχόλασα, όπως και τόσα άλλα, διερωτήθηκα αν υπήρχε η ανάγκη των παρεμβάσεων μου, αν δεν θα έπαιρνε τον χρόνο της η απίστευτα επώδυνη διαδικασία έτσι κι ’αλλιώς. Και καθώς έγραφα σημειώσεις με πήρε η μνήμη στη βρύση μπροστά στο σπίτι της Ευπραξίας ένα πρωί που έφερναν το άσπρο φέρετρο του νεαρού μας γείτονα που πέθανε σε τροχαίο. Παρακολουθούσα τη διαδικασία καθώς τότε θα έμενε εκεί το σώμα μέχρι την κηδεία. Δεν με πήρε η Ευπραξία… περίεργο. Με πήγε μετά την κηδεία που πια η αγαπημένη μας γειτόνισσα είχε κρεβατωθεί, για ‘κείνη τη μέρα, το μήνα, όλο το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και μέχρι που να μην τη θυμάμαι πια στην αυλή. Δεν ξέρω πως τα άλλα της παιδιά το βίωσαν όλο αυτό. Ίσως άμα κάποιος την ταρακουνούσε ίσως να μην έμενε μέσα σε τούτο το απέραντο πένθος για τόσο πολύ.

Θέλουμε δεν θέλουμε η ζωή είναι πιο μεγάλη από εμάς. Υπήρχε πριν και θα υπάρχει και μετά, ζούμε δεν ζούμε. Μας βάζει τρικλοποδιές, μας χώνει μεγάλα μαχαίρια βαθιά, μα συνεχίζει και μας θέλει μαζί της. Δεν έχει λογική που να χωράει στον ανθρώπινο νου, μήτε είναι οι βουλές της δικαιολογημένες μέσα στα μικρά μας μυαλά. Όσο και να πονέσουμε, όσο και να αδικηθούμε, όσο σκληρά και άκαρδα και αν νιώσουμε, συνεχίζει και μας τραβά μαζί της σαν ο Αχιλλέας τον νεκρό Έκτορα. Μας δίνει την επιλογή να σηκωθούμε και να συνεχίσουμε, να δημιουργήσουμε, να αγαπήσουμε, να δώσουμε στο σύνολο, τους φίλους, τα παιδιά, την κοινωνία. Προσωπικά δεν πιστεύω σε απώτερους σκοπούς, ούτε πως ήρθαμε να βρούμε την ψυχή μας και να καταλάβουμε τον σκοπό μας. Πιστεύω ήρθαμε να χρησιμοποιήσουμε όσα μας δόθηκαν κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, από αισθήσεις, αισθήματα, ενέργεια… να μοιραστούμε, να αγαπηθούμε, να αφήσουμε ένα δώρο για τα παιδιά του κόσμου που ζουν και θα ζήσουν μετά θάνατον μας.

Όσο και να σε κτυπήσει σε βράχια, όσο και να σε κόψει και να σε δαγκώσουν τα υβρίδια μέσα στο ποτάμι της, η ζωή – άμα σε αφήνει να ρέεις ακόμα μαζί της – δεν σου δίνει επιλογή. Ζεις. Και μερικές φορές χωρίς σκοπό, χωρίς κέφι, χωρίς εξήγηση. Μα κάτι φέρνει πάλι, μια βάρκα κάπου προβάλει και βγαίνεις πάνω της και το ταξίδι φαίνεται καλύτερο.

Και άμα εργάζεσαι με κόσμο που πεθαίνει, με ανθρώπους που έχασαν ό,τι πιο πολύτιμο, χρειάζεται να αγαπάς τη ζωή για να μπορέσεις να ακούσεις τις κατηγορίες εναντίων της, να την ξέρεις καλύτερα τούτη την ερωμένη σου, να μπορέσεις έστω και ωμή που έγινε να της ξαναφτιάξεις την σχέση της μαζί με αυτούς τους ανθρώπους που πρόδωσε. Όχι γιατί φοβάσαι τον πόνο, όχι γιατί πρέπει να’μαστε χαρούμενοι.

Επειδή ζούμε και ο χαμός είναι ό,τι πιο κοντινό στην πηγή της ζήσης και της αλήθειας.

Καλά πολλά χρόνια και χαρά

Posted on
Καλά πολλά χρόνια και χαρά

Εύχομαι να διακρίνουμε τη γλύκα και τη μαγεία. Χωρίς κριτική και φόβο βασισμένα σε κάποια αξία ή σε ένα ‘θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε’.

Εύχομαι να αντιλαμβανόμαστε το μικρό και το πολύτιμο της ζωής και να ζούμε, να γελούμε, να μιλάμε σε αγνώστους, να νιώθουμε αδέλφια, να είμαστε γενναιόδωροι και παθιασμένοι.

Ευχαριστώ ως efpraxia.com για τα όσα μοιραστήκαμε σε τόσες λίγες βδομάδες.

Καλά πολλά χρόνια και χαρά.

Πίσω απ’ τα μάτια

Posted on
Πίσω απ’ τα μάτια

Είναι Κυριακή πρωί, πολύ πρωί. Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή με την καρδία γεμάτη από συναισθήματα. Σε βαθμό που με πνίγουν. Πολλά, έντονα, σαν πελάτες “μαύρης παρασκευής” στην πόρτα ενός μεγάλου μαγαζιού που σκουντάνε απειλητικά. Σπρώχνουν με τρόπους που δυσκολεύομαι να αρπάξω ένα και να το ημερέψω για να γίνει ιστορία και να γραφτεί, να ακουστεί η ηχώ του μες ένα κείμενο. Έχω αγάπη, ευγνωμοσύνη, θυμό, αγωνία, αμφιβολία, δέος, φόβο. Και τόσα άλλα.

Πριν χρόνια πολλά, σχεδόν 40, σε ένα σπίτι μιας Λευκωσιατικής γειτονιάς, γνώρισα τη γεύση του χώματος, τα γδαρσίματα στα πόδια από τα δέντρα, τον φόβο της φωνής του πατέρα, τα ζουζούνια και τις αναρχικές χορωδίες μεταξύ τους, τον θυμό, τη ζήλεια και την αγκαλιά ενός μεσήλικα παππού. Υπομονετικά με το κεφάλι σκυφτό σε μια εφημερίδα κι’ ένα χτενί στα πολύ σγουρά μου μαλλιά με καθάριζε από τις ψείρες που συχνά γέμιζα στο σχολείο. Στοργικά, τα Σάββατα του χειμώνα καθόμασταν  σε ένα σταθμευμένο κίτρινο Φορντ – αυτός μπροστά και εγώ πίσω – και διαβάζαμε μες τον ήλιο: ο ένας Μίκυ Μάους και ο άλλος readers digest.

Δεν φαινόταν να τον πτοούσε τίποτα. Δεν φαινόταν να θύμωνε ποτέ: ακόμα και όταν δεν διάβαζα, ακόμα και όταν έκανα απίστευτο θόρυβο παίζοντας με τα μαγειρικά σκεύη ντραμς στην κουζίνα, έχοντας τα όλα αραδιάσει στο πάτωμα. Στην τζαμαρία, που έβλεπε τον δρόμο και τον κήπο, φτιάχναμε Lego και μιλούσαμε για διάφορα, καθώς η γιαγιά διάβαζε ή έραβε στην ραπτομηχανή μιας άλλης εποχής. Στο μπάνιο βάζαμε ξύλα και ανάβαμε φωτιά για να ζεστάνει το νερό – Τρίτη και Παρασκευή –και μας βούταγε μέσα με τον αδελφό μου και κλαίγαμε ή κτυπιόμασταν. Μα γελούσε συχνά. Στα 54 του διαγνώστηκε με καρκίνο. Ήμουνα πολύ μικρός. Πήρε πρόωρη σύνταξη έτσι ήταν πάντα εκεί. Μπολιάζαμε τις τριανταφυλλιές, καθαρίζαμε την αποθήκη, ζωγραφίζαμε, κάναμε ένα περίπατο κάθε σούρουπο γύρω από την ‘πολυκατοικία’ – το μόνο τριώροφο κτίριο της γειτονιάς με διαμερίσματα που απλά λέγαμε πολυκατοικία ως στοιχείο αναφοράς ακόμα και όταν παίζαμε με τα ποδήλατα και τους γείτονες.

«Ναι μαμά , μόνο γύρω από την πολυκατοικία, δεν πάμε πιο μακριά.» Θα λέγαμε στη μάνα ή στις μανάδες φίλων μας αμα φεύγαμε όλοι μαζί.

Και σίγουρα λέγαμε ψέματα , και σίγουρα όλοι οι μεγάλοι το ήξεραν. Μα τότε ήταν πιο φυσικό να’ σαι γονιός και οι ευθύνες σου λιγότερες, πιο βασικές προς τα παιδιά σου. Σήμερα έχει πια γίνει επάγγελμα το ‘γονιός’ και χάνει όσο πάει την φυσικότητα του με όλα όσα οι ψυχολόγοι λένε και γράφουνε.

Στο σπίτι του παππού ζούσα. Και με την ασθένεια του ζούσα, επίσης. Είχε μια συλλογή γραμματοσήμων από το 1938 απ’ όταν σπούδαζε στην Αγγλία και ήταν μετά στον πόλεμο. Και τη συνεχίζαμε μαζί. Άμα πια βάρεσε και οι μεταστάσεις τον καθήλωσαν, για μένα δεν άλλαξε τίποτα. Παίζαμε με το μπαστούνι και το καρότσι το αναπηρικό και άμα σχόλανα από το σχολείο έτρεχα στο δωμάτιο του να του πω τα νέα. Κόντευα τα 8, κι’ αυτός τα 60. Έτρεχα στο περίπτερο και του έφερνα τσιγάρα σε κασετίνα τότε και άφιλτρα. Τα πέταγε αναμμένα άμα τα είχε καπνίσει, έξω από το παράθυρο που ήταν πάνω από το κρεβάτι του, και με τον αδελφό μου τρέχαμε και καπνίζαμε τις τελευταίες ρουφηξιές κρυμμένοι κάτω από την μανταρινιά. Μια μέρα, στο πλαϊνό ερμάρι μπροστά, στο κάτω μέρος όπου ήταν τα βιβλία με τα γραμματόσημα μου ζήτησε να τα πάρω ένα ένα και να τα φέρω. Το έκανα. Τα άνοιξε και τα κοίταζε.
«Παππού άμα πεθάνεις θα μου τα αφήσεις;» ρώτησα χωρίς να συλλαμβάνω την ακριβή έννοια της ‘για πάντα απουσίας’.
«Ναι Αχιλλέα. Θα είναι δικά σου να τα συνεχίσεις.»
Και πέθανε. Με ζήτησε και με πήγε η μάνα λίγες ώρες πριν. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι του παλιού νοσοκομείου και έγειρα πλάι του. Με κοίταξε, γεμάτα τα πράσινα του μάτια δάκρυα, έφυγα και δεν τον ξανάδα ποτέ. Η Ευπραξία μου παρέδωσε τα γραμματόσημα.
Πήρα και τις γραβάτες του και τις πυτζάμες του και τα readers digest, και το ραδιοφωνάκι που ακούγαμε μουσική τα Σάββατα και πολλά άλλα δικά του. Συνέχισα την συλλογή μέχρι τα δεκάξι μου και πια την παρέδωσα στην κόρη του αδελφού μου όπως ένιωθα να κάνω.

Κοιμόμουνα με τις πυτζάμες του ως μεγάλη ηλικία, εφηβική. Είναι παράξενο πόσο το σώμα κατακρατά τη μνήμη της υφής. Από τα ρούχα, τις πλαστικές τότε μαξιλάρες του αυτοκινήτου στο σώμα μου, τα ταϊστά σεντόνια, το τσιγαρόχαρτο στα χείλη, τα μαλλιά του στα χέρια μου.

Ανακάλυψα λίγες μέρες μετά πως στο νιπτήρα του μπάνιου μαζεύτηκαν τρίχες από τα τελευταία του χτενίσματα και τις πήρα και τις χάιδευα, μικρούλης και ντροπαλός για τον πόνο μου. Ως να ήταν λάθος να πονώ και ύβρις προς τον μεγάλο κλέφτη, τον θάνατο, να φωνάξω το πόσο μου έλειπε.

Άλλαξαν πολλά τότε και μια μέρα, με θυμό, πήγα στο γκαράζ, πήρα τους δίσκους του από βινύλιο και με μια πέτρα τους έκανα θρύψαλα. Η μάνα έτρεξε να μου θυμώσει μα δεν την θυμάμαι καθόλου να φωνάζει. Ίσως να καταλάβαινε αυτό που εγώ τότε δεν υποψιαζόμουνα καν. Την προδοσία και την εγκατάλειψη που ο χαμός του με έκανε να βιώνω για χρόνια.

Μου λείπει μέχρι σήμερα εκείνη η ξεγνοιασιά και η απόλυτη συγχώρεση σε ότι έκανα. Εκείνη η αγκαλιά χωρίς τιμή, χωρίς αντίκρισμα και υποχρέωση. Η γενναιοδωρία της αγάπης. Δεν έχει σχέση η συγγένεια, δεν έχει σχέση η οικογένεια. Μπορεί να υπάρξει στη φιλία, σε έναν άγνωστο, σ’ έναν ανώνυμο ξένο.  Δεν ζητά τα μάτια των θεών που θα την ανταποδώσουν μετά θάνατον, ούτε την αναγνώριση κανενός. Είναι σαν γέμισμα της μοναξιάς, αυτής της βασικής ρουφήχτρας που όλοι νιώθουμε βαθιά μέσα και φοβόμαστε. Και εκεί άμα την δίνουμε, μες την αίσθηση της αναγνώρισής της στον άλλον και σ’ εμάς, μες την ταύτιση με τ’ ανθρώπινο, κερδίζουμε ζωή, ξυπνάμε από τον λήθαργο και τον συνεργάτη του τον φόβο.

* * * * * * * * *

Ο Όλιβερ ήταν 8 χρονών και μεγάλωσε και αυτός με τον παππού του διότι οι γονείς του μετατέθηκαν στο εξωτερικό και δεν μπορούσαν να τον πάρουν. Ο παππούς του είχε από την ασθένεια χάσει την φωνή του άμα ο Όλιβερ ήταν 4 και οι δυο τους συνεννοούνταν με νοήματα και γέλια και ματιές όσο κανένα άλλο ζευγάρι που μίλαγε και άκουε. Ο παππούς έφτασε στο τέλος και οι γονείς του Όλιβερ επέστρεψαν στην Γαλλία. Ήμουν τότε σε εκπαίδευση με την Μαρί-Καρμέν σε ένα ανακουφιστικό νοσοκομείο για ασθενείς ‘τέλους ζωής’. Ο Όλιβερ ήρθε να δει τον παππού και ήταν πολύ θυμωμένος. Τον βάλαμε στο γραφείο μόνο του για να του εξηγήσουμε. Μίλησε η Μαρί-Καρμέν για την ασθένεια και τον πόλεμο που γινόταν στο σώμα του παππού και ο Όλιβερ ακούγοντας προσεκτικά είπε:
«Εγώ άμα κάποιος μου επιτίθεται του λιώνω τα μούτρα.»
«Ναι», ανταποκρίθηκε η Μαρί-Καρμέν «όμως ο παππούς είναι πολύ κουρασμένος για να το κάνει αυτό στην κακιά αρρώστια.»
«Δεν με νοιάζει. Να το κάνω εγώ. Θα μπω στο δωμάτιο και θα την εξοντώσω.»
«Δεν μπορείς αγόρι μου», του λέει. «Όμως είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις. Πολύ σημαντικό.»
«Τι; Και να την σκοτώσω;»
Και η Μαρί-Καρμέν, αρχίζει ζυγώνωντας το κεφάλι της στον μικρό, έτοιμη να του πει την πιο μυστική στρατηγική, και ψιθυριστά του λέει:
«Η απαίσια ασθένεια είναι ηλίθια, παλαβή. Είναι παντού μέσα στο σώμα εκτός από την καρδιά. Είναι μια αρρώστια που δεν μπορεί να αγγίξει την καρδία.»
Ο Όλιβερ, κι’ αυτός σκυμμένος συνωμοτικά, κι’ εγώ, που δεν καταλάβαινα τι γινότανε, συνεχίζει να ρωτά: «Και τι μ’ αυτό;»
«Να, η καρδία έχει μια σύνδεση μαζί σου και όλους όσους αγαπά ο παππούς και θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να πάς στο εργαστήρι του παππού… εκεί όπου φτιάχνατε μαζί τόσα πράγματα… και να μου διηγηθείς τι κάνατε βλέποντας το πίσω από τα μάτια.»
Και όλοι κλείσαμε τα μάτια. Και άρχισε ο Όλιβερ να λέει, και να βάζει λεπτομέρειες και η
Μαρί-Καρμέν να ρωτά «Και ο παππούς τι κάνει τώρα και πως σου γνέφει τώρα;…….»
Και καθώς ο Όλιβερ είναι ‘εκεί’ σε αυτό το γκαράζ εργαστήρι και διηγείται, λέει η Μαρί-Καρμέν:
«Η καρδιά του παππού του επιτρέπει να μένει εκεί πίσω από τα μάτια κάθε φορά που τον θες να είναι μαζί σου. Κλείνεις τα μάτια, τον σκέφτεσαι και αυτός έρχεται, σε όσα κάνετε μαζί: στην κουζίνα, τα παιχνίδια, τις κατασκευές, το σχολείο. Αυτή η παλαβή αρρώστια δεν το ξέρει αυτό και επειδή η καρδιά του παππού είναι γεμάτη από αγάπη για σένα, αυτός ο παππούς από πίσω από τα μάτια θα’ ναι για πάντα εκεί.»
Ο παππούς πέθανε καθώς εμείς ήμασταν σε ραντεβού με τον Όλιβερ. Στην κηδεία, μας είπε ο μπαμπάς του, πως άμα ο μικρός τον είδε να κλαίει του είπε να κλείσει τα μάτια και να πάει εκεί που ο παππούς θα είναι πάντα μαζί του.

Άμα γύρισα σπίτι το βράδυ έκλεισα τα μάτια και πήγα να ξαναβρώ όλους αυτούς που αγάπησα και πήρε ο θάνατος. Όλοι ήταν εκεί. Ίδιοι όπως τότε. Η καρδιά τους ήταν άθικτη και τους επέτρεπε να μ’ επισκεφτούν όπως τον παππού του Όλιβερ:
πίσω απ’ τα μάτια.

 

Η ψυχή

Posted on
Η ψυχή

Συναντηθήκαμε προ πολλού. Αυτή δεν στάθηκε ποτέ αντίκρυ μου, μα την ένιωσα ξανά και ξανά κοντά μου. Κάποιες φορές φοβιστικά, άλλες ευχάριστα, ανακουφιστικά. Την είδα στα όνειρα μου να φορά  σώματα αγαπημένων και να μου μιλά, να με προστάζει, να μου δίνει μηνύματα, να με υπενθυμίζει, να με προειδοποιεί.

Ξυπνούσα πάντα ξαφνιασμένος. Γυρνούσα μες το σπίτι και την αναζητούσα.

Κάποιες φορές με φόβο και άλλες με τόσο δέος που έτρεμα ολόκληρος. Την άκουγα μια φορά στο σπίτι του Ορελιάν να χτυπά το ταβάνι του δωματίου από την σοφίτα και άναψα ένα κερί και της μίλαγα, τρέμοντας. Άλλες, παρακαλούσα να έρθει, τότε που ήμουνα παιδί και έφυγε ο πάππους και ό,τι ασφάλεια ένιωσα έφυγε μαζί του. Μα δεν ερχόταν. Φοβόμουνα μέσα στην επιθυμία μου για το ένδυμα που θα φορέσει για να με βρει και ακύρωνα τις προσευχές μου. Άλλη φορά ξύπνησα να την βλέπω στη μορφή ενός αγνώστου να κοιμάται στο μαξιλάρι μου και να μου λέει πράματα που δεν καταλάβαινα μέχρι που η αδελφή του, η σπιτονοικοκυρά μου στο Παρίσι, κατέφθασε από το μνημόσυνο του με ένα κερί και μπόλικα λουλούδια. Της έδωσα τα χαιρετίσματα, της είπα αυτά που δεν καταλάβαινα και έκλαψε και χάρηκε μαζί.

Τολμώ να γράψω σε ένα κόσμο παράλογο που ο άνθρωπος προσπαθεί να κατακτήσει με τη λογική, σε ένα κόσμο μυστήριο που για όλα ψάχνουμε εξήγηση. Σε ένα κόσμο απέραντο, που εμείς οι μικροί νομίζουμε διοικούμε. Γιατί εγώ θα ακουστώ τρελός.

Ένα πρωί ξύπνησα δίπλα σε έναν άνθρωπο αγαπημένο, έναν έρωτα από τους πολλούς των νιάτων μου. Κοιμόταν και δεν ήθελα να ενοχλήσω, μα δεν σταματούσε αυτή η σκέψη που γινόταν σχεδόν φωνή… συνομιλία, με μια θεία του της οποίας σίγουρα δεν μου ανέφερε ποτέ την ύπαρξη της. Τόσο έντονη που πίστευα πως τρελάθηκα και θα αρχίσω να ακούω και να βλέπω αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν να μοιραστούν μαζί μου. Ξύπνησε η αγάπη μου και με κοίταζε – με την πρωινή ομίχλη της όρασης που σε κάνει να μισοκλείνεις τα μάτια – καθώς καθόμουνα σε ένα τεράστιο ξύλο (αφού μέναμε σε μια μικρή τρυπούλα στην οροφή μιας παλιάς γαλλικής πολυκατοικίας).

Δεν κρύωνα καθόλου · ψέλλιζα διάφορα. Ζούσαμε στη Λυών. Είχαμε γνωριστεί σπίτι μου κάτι βδομάδες πριν. Έκλινε ένα μπαρ γιατί κόψανε το ρεύμα και εγώ βγήκα πάνω σε μια καρέκλα και τους προσκάλεσα όλους σπίτι μου. Ένα δωμάτιο που χώραγε ίσα ίσα εμένα, ένα σκύλο, άλλες φορές και κάτι αδέσποτα, άλλες κάποιους έρωτες, χωρισμένους φίλους και φίλες και που στην πόρτα έγραφε: ‘ο παράδεισος’.

Εκείνο το βράδυ η αγάπη μου έμεινε. Μάλλον είμασταν πιωμένοι είπα, μα την άλλη μέρα και την παράλλη δεν ήπιαμε. Και το ίδιο νιώθαμε. Ερωτευτήκαμε παράφορα. Δεν υπήρχε χρόνος παρά της αναμονής να ιδωθούμε. Κυκλοφορούσα τότε με πατίνια για να προλαβαίνω τη δουλειά και το πανεπιστήμιο και ενώ τα χρησιμοποιούσα χρόνια, μόνο τότε έγιναν ένα με τα πόδια μου. Γιατί δεν είχα σώμα, αφού είχα γίνει δώρο του Έρωτα.

Αυτήν που περιγράφω πιο πάνω την συναντά κανείς και στον έρωτα, γιατί σε παίρνει βαθιά μέσα σου. Εκεί στο θρόνο της πρώτης αίσθησης του ανήκειν, της πρώτης φοράς που νιώθεις ασφάλεια και καλωσόρισμα.

Τότε δεν ερωτευόμουνα ανθρώπους. Ερωτευόμουν των έρωτα ξανά και ξανά σε άλλα κορμιά και άλλα πρόσωπα, μα κάθε φορά ήμουνα σίγουρος πως θα ήταν και η στερνή, πως ο έρωτας του έρωτα είχε πια αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο και σώμα. Δεν το είχε ούτε εκείνη τη φορά, μα δεν πείραζε. Με πήρε κάπου όπου την αφουγκράστηκα πάλι, την άλλη, την αιώνια ύπαρξη.

«Αγάπη μου είναι μια κυρία και λέει πως είναι η θεία σου.»
«Που; Εδώ;»
«Ναι την βλέπω, δηλαδή την φαντάζομαι, σαν να βλέπω μια δικιά μου ανάμνηση. Λέει να σου πω πως δεν τις αρέσουν οι ομπρέλες, μα τα ομπρελίνα μόνο.»
Σηκώθηκε πάνω, ήρθε μπροστά μου λες και έψαχνε να την αγγίξει, μα δεν ήταν εκεί και ας έγινα ολάκερος εκείνη.
«Τι λέει», μου είπε με αγωνία,
«Πες μου σε παρακαλώ.»
«Λέει πως είναι καλά και πως σε πεθύμησε, πως δεν πας στον τάφο και ξέρει πως σου απαγόρευσαν να πας στην κηδεία. Είναι με την άλλη σου θεία, εκείνη που την τελευταία φορά που βρεθήκατε ήσασταν σε ένα πάρκο σε κάτι παιχνίδια που πετούσαν μέχρι τον ουρανό.»
«Ναι, ναι….και έμενα μαζί τους. Ήταν ζευγάρι αλλά ποτέ δεν τ’ ομολόγησαν… το υποψιάστηκα μεγαλώνοντας…»
«Σώπα, λέει, άκου. Είναι στην Γρενομπλ, μαζί τους είναι και ένα αγοράκι, ο Αντουαν. Λέει πως θέλει να πάμε από το σπίτι. Το πούλησαν σε ένα μαθηματικό, ακόμα εκεί ζει, θέλει να της πάρεις….»
«Κρίνα…»
«Ναι κρίνα!!……. »

Δεν είχαμε λεφτά για να πάρουμε δυο εισιτήρια τρένου, μα δανειστήκαμε από ένα φίλο. Φτάσαμε εκεί το μεσημέρι. Εγώ τρελός για δέσιμο… δεν ήξερα άμα έπρεπε να πάω σε ψυχίατρο ή να ακολουθήσω τα όσα συνέβαιναν.

Διάλεξα το δεύτερο γιατί μόλις φύγαμε όλα έπαψαν να κινούνται στο κεφάλι μου και έκλαιγα σαν να είχα μόλις γεννηθεί. Ένιωθα μια κάθαρση και μια αγνότητα, που χρόνια είχα να βιώσω.

Τους βρήκαμε! Διότι όλα ήταν εύκολα, όπως στις οδηγίες. Πήγαμε και στο σπίτι… απίστευτο θα σας ακουστεί μα μείναμε εκεί. Ο καινούργιος ιδιοκτήτης θέλησε να μας φιλοξενήσει. Ένα ζευγάρι αγνώστων είμασταν… νέοι… 26 χρονών μάλλον θα’ μασταν τότε. Και εκείνος ένας κύριος, μιας κάποιας ηλικίας.

Το πρωί μας έδωσε κάποια γράμματα που βρήκε στο σπίτι.
Τα άνοιξε, και άρχιζαν όλα: «Αγαπημένο μου παιδί…..» και έλεγαν τον έρωτα της, τα προβλήματα με τα αδέλφια της, την απόλυση της από το σχολείο άμα μαθεύτηκε πως ήταν ομοφυλόφιλη και συζούσε με μια γυναίκα… και ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο στον έρωτα μου.

Μήνες μετά χωρίσαμε. Μου άφησε ένα γράμμα πάνω σε μπλε χαρτί. Ειδωθήκαμε 19 χρόνια μετά σε μια παρουσίαση βιβλίου στην Λυών. Είχε δυο παιδιά. Δεν είπαμε τίποτα παρά μόνο αγκαλιαστήκαμε. Τα είχαμε όλα πει, είχαμε γίνει ποιητές για λίγους μήνες και οτιδήποτε άλλο και να λέγαμε θα’ταν ύβρις στους στίχους που ανταλλάζαμε με τις νεανικές μας φωνές, βραχνές από τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις .

Την συνάντησα ξανά, την ψυχή. Ξανά και ξανά με άλλους τρόπους, σε συμπτώσεις και συγκυρίες. Δεν ξέρω για θεούς εγώ, ούτε για άγιες υπάρξεις ζωγραφισμένες σε τοίχους και ξύλα. Ξέρω όμως πως υπάρχει δύναμη, ενέργεια, κάτι ξωτικό και αόρατο που μένει άμα ο χώρος φιλοξενίας παύει να μπορεί να παρέχει ζεστασιά και κρυώνει και χάνεται παντοτινά.

 

Cover photo by Skarnos