Πεθύμησα να γράψω, να χαϊδέψω με τα δάκτυλα τα πλήκτρα και να ακούσω τους ήχους των κουμπιών άμα τα πατάς σε διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με τη ροή της έμπνευσης, του πάθους και της βιασύνης. Έχω ανάγκη να μοιραστώ μικρά αποσπάσματα από κάποιες συναντήσεις μου, οι οποίες, όσο και να’ ναι ιστορίες χαμού και πένθους, ξεσηκώνουν μια κραυγή βρεφική μέσα μου που θέλει να σκουντήσει τη ζωή για να ξυπνήσει. Δεν έχει λύπη, αλλά πάθος. Δεν νιώθει το άδικο της ζωής, μα βλέπει την αποκάλυψη τσίτσιδων μελών της ζωής έτσι ακριβώς όπως τα έφτιαξε ο πλάστης, όπως θα έλεγε και η Ευπραξία. Και αφού έχω παρομοιάσει τη ζωή με σώμα, μπορεί αυτές οι αλήθειες της, των χαμών και των πενθών, να ήταν τα πόδια και τα χέρια της. Μα έχει κι’ άλλα μέλη τα οποία επίσης συχνά βλέπουμε, γυμνά και από κάποια ξαναπιανόμαστε για να συνεχίσουμε.
Ήταν μια μεγάλη μέρα στο γραφείο. Ένα νεαρό ζευγάρι που έχασε το παιδάκι του, μια μάνα που έχασε σε δυστύχημα την νεαρή κόρη της, ένα αγόρι που έχασε τον μπαμπά του. Ήταν κι’ άλλα ραντεβού επίσης σημαντικά, όμως αυτά… αυτά τα τρία ραντεβού, αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, όλοι πιο νεαροί μου σε ηλικία, με ταξίδευαν σε μέρη που δεν είχαν λέξεις. Άκουγα τη λύπη, το θυμό, το φόβο, το παράλογο, τα δάκρυα καθώς κυλούσαν στα μάγουλα. Άλλα σιωπηλά κι’ άλλα ενορχηστρωμένα από λυγμούς. Σε φάσεις έπρεπε να γίνω σκληρός… σε άλλες δάκρυσα… μα με τσάκωσα και στις τρεις αυτές συναντήσεις να νιώθω τον χαμό τόσο κοντινό στη πηγή της ζωής. Μεγαλώνουμε χάνοντας: από την μήτρα, στο βυζί και από εκεί στην αθωότητα, την ασυνειδησία, τα πρότυπα, τα ιδανικά, αυτούς που κάναμε φίλους, γονείς, καθηγητές, μέρη και ηλικίες. Ξυπνάμε ένα πρωί και τ’ αγαπημένο μας παντελόνι είναι πια μικρό γιατί μεγαλώσαμε κι ενώ είναι το ίδιο σώμα που άλλαξε, εμείς το αναγνωρίζουμε σαν χαμό. Μα έχει καινούργιες προκλήσεις και άλλες ελευθερίες, καινούργιες γεύσεις και μπόλικα πρωτόγνωρα που ο χαμός είναι ένα εισιτήριο που φαίνεται φτηνό σε τιμή.
Όταν όμως χάνεις το παιδί σου ξαφνικά, και αυτό είναι 8, 10, 20 χρονών τότε το εισιτήριο είναι πανάκριβο και ό,τι άλλο και να δώσει η επόμενη πράξη του σκηνικού της ζωής εσύ νιώθεις να’ χεις γίνει ένας μίζερος, απένταρος, μετανιωμένος άνθρωπος. Ήξερα πως δεν είχε ανακούφιση ο πόνος τούτος. Ήξερα πως οι προσπάθειες τους να τρέξουν σε πνευματικούς, αγίους και μέντιουμ, γιατρούς και ψυχολόγους δεν θα έδινε, παρά στην καλύτερη περίπτωση, ένα φύσημα πάνω στην πληγή που καίει και θα καίει.
Ο νεαρός που έχασε τον πατέρα του, σε μια διαδικασία που κράτησε κάποια από τα παιδικά του χρόνια, είχε ερωτευτεί μα δεν το άντεχε. Μόλις τον έφτυσε η κοπελιά ανακουφίστηκε, ηρέμησε, ξαναβρήκε τη χαρά του. Τον είχα ήδη δει κάποιες φορές μα σε τούτο το ραντεβού αντιλήφθηκα πόσο φοβόταν να χαρεί, πόσο να ελπίσει και να ονειρευτεί, να γίνει ήρωας μέσα σε μια φαντασίωση του, ο απόλυτος γκόμενος σε μια άλλη. Ο χαμός του πατέρα του ενώ δεν φαινόταν να τον επηρέαζε μέχρις εκεί, αφού τον αντιλήφθηκε και τον σκέφτηκε πριν γίνει, του επέτρεψε να μπει στην εφηβεία όπως κάθε άλλο παιδί μέχρι που έπρεπε να αρχίσει να ονειρεύεται και να ελπίζει για χαρά, να βγει από τα καθημερινά και τα παρεΐστικα, τα μαθήματα και τις εξόδους και να δει τον εαυτό του και την ζωή να χορεύουν παρέα.
Και καθώς χορεύουν, να της κλέβει ένα φιλί σ’ έναν έρωτα απάνω και να της ζητά να του πει πόσο ικανός είναι να κάνει για σπουδή ένα πάθος του και όχι απλά κάτι βιοποριστικό. Να την πιέζει να τον βάλει στ’ όνειρο της και να τον ταξιδέψει μέσα σε αυτά που φοβάται αλλά ποθεί. Μα μόλις κάτι τέτοιο υπήρχε σαν πιθανότητα για τον Ορέστη, πνιγότανε, έχανε τους βηματισμούς, βαριόταν, έτρεχε στην καρέκλα του και παράταγε τον χορό. Έγινα σκληρός. Δεν έκλαψε, μα ένιωσα πως είδε την πληγή που ζούμιζε ακόμα και έπνιγε την φαντασία κάθε είδους και την προδομένη ελπίδα από τότε που παρακάλαγε τον πατέρα να ζήσει.
Το ζευγάρι που έχασε ξαφνικά το παιδάκι του ήταν σε μια διαδικασία άλλη. Μια θλίψη και μια άρνηση. Φαινόταν ωσάν να ζούσε αυτή την πιο σκληρή περίοδο, πιστεύοντας πως στο τέλος της ίσως να είχε την επιστροφή του παιδιού τους. Η μαμά έκλαιγε και γελούσε, έβλεπε τον εαυτό της από ψηλά μιας και άφησε το σώμα της να κινείται και να δρα χωρίς να το κατοικεί. Δεν μπορούσε να σκεφτεί μια άλλη μέρα και φοβόταν την επόμενη ώρα. Μέσα σε ένα άγχος η επόμενη ώρα να φέρει την συνειδητοποίηση του για πάντα χαμού του παιδιού της. Της είχα βάλει δουλειές να διεκπεραιώσει, όχι για να ξεχαστεί αλλά για να έρθει λίγο πίσω στο σώμα της και να μπορέσει να νιώσει πως ζει. Ήξερα και ξέρω σε τόσες τέτοιες περιπτώσεις, πως δεν την ενδιέφερε πια η ζήση, ούτε ο χρόνος ούτε ο θάνατος. Όμως ζούμε όσο έχουμε ζωή και τα άλλα παιδιά της την χρειάζονταν. Είμαι σίγουρος πως θα ήθελε να’ ναι κάπου στην Αίγυπτο μιας άλλης εποχής και να μπει στην πυραμίδα με το νεκρό παιδί της και όλους τους άλλους που δεν θα ήθελε να συνεχίσουν να ζουν και να τελειώσουν όλα για όλους. Μα η ζωή συνεχίζεται… ερήμην μας κάποιες φορές. Και όσο και να νιώθουμε προδότες καταφέρνει η ανάγκη και η ευχαρίστηση να μας ξαναδελεάσουν προπαντός άμα το πένθος μας φτάνει στην αποδοχή του τι μας έτυχε να βιώσουμε. Έρχεται η στιγμή που ξανακολλάμε την παλιά ζωή με την καινούργια και βρίσκουμε μέσα στη συνέχιση τούτη λόγους να θέλουμε να ζήσουμε. Εκεί που η αγάπη για το αγαπημένο μας πλάσμα γίνεται σαν το γάλα μες τα βυζιά μας που ψάχνει να ταΐσει κάποιον άλλον ιερό σκοπό.
Ο πατέρας εκείνος, σ’ εκείνο το πρώτο ραντεβού, λίγο μετά τον χαμό τους, ήταν ήρεμος. Είχε κάνει τα πάντα όπως έπρεπε και κρατήθηκε δυνατός, ωσάν να μην ήθελε το παιδί του να τον δει να διαλύετε από εκεί ψηλά, να μην καταστρέψει την εικόνα που 8 χρόνια έδινε, πως ο μπαμπάς μπορεί και είναι εδώ για να νιώθει το μικρό του ασφάλεια, θαυμασμό, ανακούφιση. Δρούσε σαν καλός πατέρας με άδεια αγκαλιά που έψαχνε τρόπους να την ξαναγεμίσει. Ίσως ένα άλλο παιδί, ίσως κι’ άλλη δουλειά, ίσως μια υιοθεσία. Κάποιον σκοπό να συνεχίσει τον ρόλο του πατέρα της μοναχοκόρης του που δεν άντεχε να παραδώσει.
Η άλλη μάνα ήταν θυμωμένη. Με τον θεό, τους γείτονες, κάθε άνθρωπο που έλεγε ωραία λόγια στην κόρη της όταν ζούσε, τους φίλους του παιδιού της που συνέχιζαν. Είχε οργή με την ζωή που δεν σταμάτησε την ώρα που πέθανε η κόρη της και την ανάγκαζε να συνεχίζει κι’ αυτή, με ίδια σκηνικά, ίδια κοστούμια, ίδιες εικόνες και ηθοποιούς μα χωρίς το παιδί της. Είχε τόσο θυμό που σε κάποια φάση της προκαλούσα κι’ άλλο μέχρι που λύγισε και έκλαψε και καταράστηκε τη ζωή, το θεό, τους άλλους, τον εαυτό της. Υποψιάστηκα πως άμα μαλακώσει, άμα πάψει να’ ναι θυμωμένη, άμα δεχτεί να αφεθεί στο κλάμα, την απομόνωση, την βοήθεια των άλλων γύρω της τότε ρισκάρει να δεχτεί το χαμό και ακόμα χειρότερα να ξεχάσει τη Μάρα. Έτσι δεν ήθελε να δώσει τίποτα στον εαυτό της. Ήθελε να ψάχνει, ήθελε να απεχθάνεται, ήθελε να ζηλεύει… να ψάχνει τα δίκια της, να μισά και εκείνην και τη ζωή, τη δικιά της, των άλλων, την ευρύτερη. Ο θυμός της την κρατούσε δίκαια. Μια καλή μάνα που αρνιόταν να χαρεί ή να δώσει χώρο σε δικά της συναισθήματα και ανάγκες, για να μην κάνει τη νεκρή της κόρη, να νιώσει μόνη στην αδικία που τη βρήκε. Ο θυμός απέκλειε κάθε άλλο συναίσθημα, κάθε άλλη επαφή, κάθε καινούργια σύνδεση. Όπως και η κόρη της ήθελε να την τρώει η οργή σαν το χώμα το σώμα. Απαιτούσε από εμένα να της εξηγήσω, να της πω αυτά που μόνο κάποιος που πέθανε και ξανάρθε μπορούσε να της πει, ήθελε μια δικαιολογία, ένα σκοπό για τούτη την οδύνη, για το άδειο δωμάτιο, για τα μαύρα Χριστούγεννα και το καταραμένο Πάσχα που πέρασε. Οι πνευματικοί της είπαν διάφορα, μέχρι και για νηστείες για την ψυχή του παιδιού της. Τη φόρτωσαν μπόλικες ενοχές όπως συνήθως κάνουν οι πλείστοι αφού ξέρουν πως άμα γυρίσει να φάει τη σάρκα της θα σωπάσει και θα κοιμίσει κάθε συναίσθημα.
Εγώ δεν ήθελα να φάει τη σάρκα της. Ήθελα τόσο πολύ να σκάψει μέχρι να ξαναβρεί την αγάπη της για τη Μάρα. Να ματώσει, να φωνάξει, να νιώσει το κενό που ήδη υπήρχε και να τη δώσει σε κάποιον… σε άλλους. Να ζήσει η Μάρα ξανά μέσα από την καρδιά της. Να χαϊδεύουν τα χέρια της ωσάν να αγγίζει το παιδί της.
Εκείνο το βράδυ που σχόλασα, όπως και τόσα άλλα, διερωτήθηκα αν υπήρχε η ανάγκη των παρεμβάσεων μου, αν δεν θα έπαιρνε τον χρόνο της η απίστευτα επώδυνη διαδικασία έτσι κι ’αλλιώς. Και καθώς έγραφα σημειώσεις με πήρε η μνήμη στη βρύση μπροστά στο σπίτι της Ευπραξίας ένα πρωί που έφερναν το άσπρο φέρετρο του νεαρού μας γείτονα που πέθανε σε τροχαίο. Παρακολουθούσα τη διαδικασία καθώς τότε θα έμενε εκεί το σώμα μέχρι την κηδεία. Δεν με πήρε η Ευπραξία… περίεργο. Με πήγε μετά την κηδεία που πια η αγαπημένη μας γειτόνισσα είχε κρεβατωθεί, για ‘κείνη τη μέρα, το μήνα, όλο το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και μέχρι που να μην τη θυμάμαι πια στην αυλή. Δεν ξέρω πως τα άλλα της παιδιά το βίωσαν όλο αυτό. Ίσως άμα κάποιος την ταρακουνούσε ίσως να μην έμενε μέσα σε τούτο το απέραντο πένθος για τόσο πολύ.
Θέλουμε δεν θέλουμε η ζωή είναι πιο μεγάλη από εμάς. Υπήρχε πριν και θα υπάρχει και μετά, ζούμε δεν ζούμε. Μας βάζει τρικλοποδιές, μας χώνει μεγάλα μαχαίρια βαθιά, μα συνεχίζει και μας θέλει μαζί της. Δεν έχει λογική που να χωράει στον ανθρώπινο νου, μήτε είναι οι βουλές της δικαιολογημένες μέσα στα μικρά μας μυαλά. Όσο και να πονέσουμε, όσο και να αδικηθούμε, όσο σκληρά και άκαρδα και αν νιώσουμε, συνεχίζει και μας τραβά μαζί της σαν ο Αχιλλέας τον νεκρό Έκτορα. Μας δίνει την επιλογή να σηκωθούμε και να συνεχίσουμε, να δημιουργήσουμε, να αγαπήσουμε, να δώσουμε στο σύνολο, τους φίλους, τα παιδιά, την κοινωνία. Προσωπικά δεν πιστεύω σε απώτερους σκοπούς, ούτε πως ήρθαμε να βρούμε την ψυχή μας και να καταλάβουμε τον σκοπό μας. Πιστεύω ήρθαμε να χρησιμοποιήσουμε όσα μας δόθηκαν κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, από αισθήσεις, αισθήματα, ενέργεια… να μοιραστούμε, να αγαπηθούμε, να αφήσουμε ένα δώρο για τα παιδιά του κόσμου που ζουν και θα ζήσουν μετά θάνατον μας.
Όσο και να σε κτυπήσει σε βράχια, όσο και να σε κόψει και να σε δαγκώσουν τα υβρίδια μέσα στο ποτάμι της, η ζωή – άμα σε αφήνει να ρέεις ακόμα μαζί της – δεν σου δίνει επιλογή. Ζεις. Και μερικές φορές χωρίς σκοπό, χωρίς κέφι, χωρίς εξήγηση. Μα κάτι φέρνει πάλι, μια βάρκα κάπου προβάλει και βγαίνεις πάνω της και το ταξίδι φαίνεται καλύτερο.
Και άμα εργάζεσαι με κόσμο που πεθαίνει, με ανθρώπους που έχασαν ό,τι πιο πολύτιμο, χρειάζεται να αγαπάς τη ζωή για να μπορέσεις να ακούσεις τις κατηγορίες εναντίων της, να την ξέρεις καλύτερα τούτη την ερωμένη σου, να μπορέσεις έστω και ωμή που έγινε να της ξαναφτιάξεις την σχέση της μαζί με αυτούς τους ανθρώπους που πρόδωσε. Όχι γιατί φοβάσαι τον πόνο, όχι γιατί πρέπει να’μαστε χαρούμενοι.
Επειδή ζούμε και ο χαμός είναι ό,τι πιο κοντινό στην πηγή της ζήσης και της αλήθειας.