Όλα άρχισαν ένα Σάββατο του 2003. Είχε πάρει τηλέφωνο και ζήτησε να δει ψυχολόγο μα δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι γιατί ήταν τυφλή. Προσπαθήσαμε να βρούμε χρόνο μα είχε τόσα να κάνει, να υπογράψει τα έργα ζωγραφικής της, να μάθει κολύμπι που την πήγαιναν με το λεωφορείο της σχολής τυφλών, μαθήματα πιάνου και υπολογιστών. Είχε ένα καρκίνο για τον οποίο δεν θα έπαιρνε θεραπείες και στο μυαλό μου η γλυκιά και βαθιά φωνή αυτής της ηλικιωμένης κυρίας με έκανε να αμφιβάλλω αν είχε σώας τας φρένας. Πήγα όμως, Σάββατο πρωί πρωί, σε μια αυλή ενός παλιού σπιτιού γεμάτου πίνακες στοιβαγμένους εδώ κι’ εκεί. Μου άνοιξε την πόρτα και ενώ ήταν μεγάλη σε ηλικία, τυφλή από τον διαβήτη σχεδόν εντελώς, κινούταν μες τον χώρο σαν μια χορεύτρια γεμάτη χάρη.
Αράξαμε και με τράταρε γλυκό και καφέ. Είχε συντροφιά της μια κοπέλα από το Βιετνάμ που φαινόταν ευτυχισμένη μαζί της. Δυο γυναίκες σε ένα σπίτι που έμοιαζε σαν μετακόμιση γκαλερίς.
Άρχισε να μιλά ωσάν να την κάλεσε κάποιος από άλλο τόπο να με γαληνέψει μέσα στη θανατίλα στην οποία ζούσα και φοβόμουνα τόσο κι’ εγώ να πεθάνω.
Φράση πρώτη και το θεατρικό που θα μ’ έφερνε εμπρός σε αλήθειες δικές μου σε λίγους μήνες ξεκινούσε χωρίς εγώ να το ξέρω.
«Πεθαίνω νεαρέ μου. Και μου αρέσει που ζω άλλη μια μοναδική εμπειρία….»
«Πεθαίνετε λέτε ενώ ζείτε κάθε ώρα, κολύμπι, πιάνο, υπολογιστές….»
«Όσο υπάρχει ζωή υπάρχει γνώση και είναι αμάρτημα και ύβρις να μην αποκτήσεις όση περισσότερη σοφία υπάρχει γύρω σου.»
«Και τι θα θέλατε από ‘μένα;»
«Θέλω να εξομολογηθώ, θέλω να πω αυτά που με βαραίνουν. Για τη θεία μου, τους έρωτες μου, τα λάθη με τα παιδιά μου. Ο κόσμος άλλαξε, δεν είναι πια οι παπάδες που είναι γι’ αυτές τις δουλειές, είστε εσείς που μαθαίνεται τον άνθρωπο μέσα από τα βιβλία και την εμπειρία, τον άνθρωπο του σήμερα…….»
Τα Σάββατα καθιερώθηκαν, εγώ και η Βέρα – γίναμε οι ‘εραστές‘ του Σαββάτου. Αυτή, στην ηλικία της γιαγιάς μου τότε, κι’ εγώ διψασμένος για την ηρεμία που κάποιος που έφευγε μου έδινε για τον θάνατο. Αυτόν που όλοι οι άλλοι ασθενείς μου και εγώ φοβόμασταν τόσο. Η Βέρα με βάφτισε αγαπημένο και με φλέρταρε με την καρδιά. Ήθελε να κατακτήσει τα συναισθήματα μου, να πάρει ζωτικότητα και νιότη από ‘μένα και να μου δώσει σοφία και καφέ με γλυκό του κουταλιού. Και αυτή η ανταλλαγή ήταν όμορφη και μέσα της γεννιόταν μια σύνδεση ποιητική μέχρι που η ασθένεια χειροτέρεψε. Μετά το τελευταίο μας Σάββατο με πήρε τηλέφωνο. Ήταν πρωί και κάπου ήμουνα σε κάποιο άλλο σπίτι ασθενή. Απάντησα.
«Αγαπημένε φεύγω», είπε με αχνή φωνή.
«Παίρνω ασθενοφόρο», της λέω.
«Όχι όχι σε παρακαλώ, ας τ’ αφήσουμε έτσι.»
Μα πήρα και την έφεραν στο νοσοκομείο. Ήταν άσχημα, έγινε κάπως καλύτερα μα θα έπρεπε να νοσηλευτεί και χρειαζόταν οξυγόνο.
«Και τώρα, τι;», μου είπε
«Τι εννοείς;»
«Τι θα κάνω με τον χρόνο;»
«Θα σου φέρω ένα κασετοφωνάκι και θα μου γράψεις για τη ζωή σου, για την Λάρνακα και τους Εγγλέζους, για την γιαγιά σου που ήρθε από την Ιταλία και έβραζε μεταξοσκώληκες και πούλαγε μετάξι, για εκείνο το γάμο του Τούρκου που σε πήρε ο θείος σου με τ’ άλογο.»
Και άρχισε μια αφήγηση που ηχογραφούσε για όσες μέρες της παρέμειναν και που στο τέλος, άμα δεν είχε πιά δυνάμεις, έδωσε εντολές στην κόρη της για άλλα που ήθελε να συμπεριλάβει για να μου τα μεταφέρει. Η Βέρα δεν έπαιρνε καμία δουλειά της ξώπετσα. Ήθελε σε όλα να βάζει ψυχή, ό,τι και να ήταν, ακόμα και τις αγγαρείες.
Παρέδωσα στην οικογένεια όλες τις ηχογραφήσεις στις οποίες η κουρασμένη φωνή και ο ήχος από τ’ οξυγόνο αναγκάζουν τον ακροατή να συγκεντρωθεί καλά για ν’ ακούσει. Τα κατέγραψα στο χαρτί όλα πριν τα δώσω. Και θυμάμαι καθώς κατέγραφα, ακούοντας τη φωνή της, να γαληνεύω και να παίρνω δύναμη από έναν άνθρωπο που χωρίς σώμα σχεδόν μιλούσε σαν ένα αστέρι που λάμπει όλο και πιο πολύ πριν σβήσει και χαθεί παντοτινά.
Τα πρωινά περνούσα πρώτα από το δωμάτιο της στο νοσοκομείο. ‘Eνα πρωί μου λέει:
«Δεν πονώ πια.»
«Τελεία», είπα.
«Αυτό σημαίνει φεύγω», μου λέει, «και θα ήθελα να ‘σαι δίπλα μου στο πέρασμα.»
Μέχρι τότε, παρόλο που είχα κάποια χρόνια στο χώρο, δεν έτυχε ποτέ να είμαι μόνος με κάποιον που έφευγε και φοβόμουνα. Φοβόμουνα αυτή την στιγμή μεταξύ του υπάρχω και δεν υπάρχω, αυτή την τρέλα που δεν χωρά στο μυαλό.
Ήταν κουρασμένη και της είπα θα γράψω εγώ για εκείνην, μια ιστορία βασισμένη στις εξομολογήσεις και τις αφηγήσεις της, μια ιστορία που θα προσπαθούσα να διηγούμουν ωσάν να ήμουν η Βέρα στο αρχοντικό της Λάρνακας.
Την Παρασκευή εκείνης της εβδομάδας της την έκανα δώρο. Είναι η ιστορία που θα διαβάσετε πιο κάτω. Έκατσα δίπλα της και αυτή έκλεισε τα μάτια και μ’ άκουγε, δεν μίλησε, δεν κινήθηκε μέχρις που τέλειωσα. Αφορά την θεία της, την Μαργαρίτα, η οποία γύρω στα 16 έκανε ένα ψυχωσικό επεισόδιο και μετά άλλο ένα. Η Μαργαρίτα έπασχε από σχιζοφρένεια, και η Βέρα την είχε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής της θείας.
Μιά Μαργαρίτα…
«Είναι γνωστό πως η μαργαρίτα κρατά στα πέταλα της την αλήθεια της καρδιάς τ’ αγαπημένου μας. Ένα ‘μ’ αγαπά’ και ένα ‘δεν μ’ αγαπά’ τρέχουν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο… γύρω γύρω απ’ την καρδιά της.
Αυτή η καρδιά της είναι που ενώνεται με την δικιά του αγαπημένου μας και τον νιώθει, τον αφουγκράζεται, τον ξεβγάλει, σαν αρχίζουμε με πάθος να τη μαδάμε.
Η δικιά μου Μαργαρίτα δεν άντεξε αυτή τη δοκιμασία, κάπου παράσιτα μπήκαν στη σύνδεση της με τις άλλες καρδιές και μάρανε πριν φτάσει ν’ ανθίσει και ν’ ανοίξει καλά καλά.
Τότε, μικρή που ήμουνα, νόμιζα πως έφταιγα κι’ εγώ…. ύστερα όμως κατάλαβα πως η φύση ήταν τέτοια κι’ εκδιωκόταν την ομορφιά π’ άρχιζε να ξεπουλιάζει πρόωρα.
Κι’ εκεί που τα πέταλα της θα μπορούσε ένας ερωτευμένος άλλος κάποτε ν’ ακουμπήσει με πάθος και να μαδά με μανία, να την ζήσει, να την συνδέσει, να την ξεντύσει, άρχισαν από μόνα τους να ψιθυρίζουν λέξεις ακατανόητες και πρωτάκουστες που έκαναν τη μελωδία της ομορφιάς της παράνοια Σειρήνων.
Η Μαργαρίτα δεν πρόλαβε να δεθεί σαν τον Οδυσσέα και πήδηξε μέσα να πνιγεί.
Το σπίτι μας ήταν βασίλειο με ερμάρια που έφταναν το ταβάνι, λες και τα έφτιαξαν στο σπίτι μέσα για να μην μπορέσει να τα βγάλει κανείς ποτές. Μέσα τους κρυβόταν προίκες της γιαγιάς, της μάνας, της Μαργαρίτας και στο κάτω μέρος τους τεράστια συρτάρια έκρυβαν θησαυρούς που απαγορευόταν ακόμη να δω.
Έφταναν κι’ εκείνη τη μέρα τα βήματα της Μαργαρίτας στις σκάλες. Την κοίταζα που ανέβαινε με τα σγουρά κοκκινόξανθα μαλλιά της, ψηλή, λεπτή μα όχι αδύνατη, να τιμά με τις παρθενικές της καμπύλες την στολή του σχολείου. Μια αχτίδα στα μάτια της κι’ ανακάλυπτε κανείς τα πιο όμορφα χρώματα που καμία γήινη παλέτα δεν κατάφερε να χωρέσει.
Ήμουνα μικρή τότε και ο κόσμος τεράστιος. Ακόμη και το ταβάνι του σπιτιού μας έμοιαζε ν’ αγγίζει τον ουρανό, ακόμη και η γάτα της αυλής μας φαινόταν σαν τίγρης μια ίλαρης ζούγκλας, ακόμη και η Μαργαρίτα φαινόταν γίγαντας μα την θαύμαζα. Περίμενα στη σκάλα κοιτάζοντας τα σκαλοπάτια μέχρι να τα μισήσω, να τα μισήσω τόσο που να θέλω τόσο ανυπόμονα να φτάσει από το σχολείο να τα πατήσει να πονέσουν, να λευτερωθεί κι’ εμένα η καρδιά μου.
Κι’ ερχόταν πάντα και πάντα τα πατούσε κι’ ας ξέχναγα ότι τα μισούσα σαν έφτανε, κι’ ας ξέχναγα πως δεν ήταν άγγελος παρά άνθρωπος, πλάσμα, θεία μου και η νεότερη αδελφή της ήδη νέας μάνας μου.
Μπήκαμε και οι δύο στο σπίτι που μας περίμενε ζεστό το φαγητό. Κάτω από τα ερμάρια της γιαγιάς παράξενοι θόρυβοι και κλάματα γατιών κάθε ηλικίας γέμιζαν τα κενά των γευματικών μας συνομιλιών. Η Μαργαρίτα μιλούσε για τις συμμαθήτριες της, τις καλόγριες που την δίδασκαν, τα μαθήματα που της έβαλαν για τ’ απόγευμα. Εγώ λυπόμουνα που πάλι είχε διάβασμα μα θα ζωγράφιζα στο πλάι της και θα παρηγοριόμουν.
Σαν τέλειωσε το γεύμα η Μαργαρίτα σηκώθηκε να πάει στη κάμαρα της. Την ίδια ώρα μια μάνα γάτα κάτω απ’ το ερμάρι αναρωτιόταν γιατί ένιωθε λιγότερα τσιμπήματα στα μπόλικα βυζιά της……… Το πόδι της Μαργαρίτας σηκώθηκε κι’ ανακάθισε χωρίς να πιάσει γη. Ακούστηκε ένας θόρυβος παράξενος κι’ ο κόσμος έσβησε για κλάσματα δευτερολέπτου από γύρω μας. Η γάτα ξεπρόβαλε βιαστική απ’ την κρυψώνα της μα η κίνηση της ελαττώθηκε μόλις αντίκρισε το νεκρό γατί της και σήκωσε τα μάτια άψυχα και παγωμένα να κοιτάξει την φόνισσα του σπλάχνου της. Η Μαργαρίτα δεν είχε λόγια στο στόμα της, παγωμένη κοίταζε το μικροσκοπικό γατάκι που μόλις σκότωσε άθελα της. Εγώ σκέφτηκα πως δεν το μισούσα σαν τα σκαλοπάτια που ήθελα τα βήματα της να εκδικηθούν…. εμένα μ’ άρεσαν τα γατάκια.
Η Μαργαρίτα ξανακοίταξε το γατάκι και με λυγμούς και κλάματα έτρεξε στη κάμαρα της.
Ήταν απαρηγόρητη, η μελέτη ξεχάστηκε, η στολή παράμεινε, ο άσπρος κολάρος βράχηκε…
Εγώ δεν ήξερα πια τι να κάνω. Πήρα μια κούκλα και πήγα ξανά στη σκάλα. «Τα γατάκια έχουν παράδεισο», είπα και έτρεξα να το πω και στην Μαργαρίτα, μα το κλάμα της έπνιγε τη φωνή μου και ξανάφυγα.
Μια άλλη μέρα ξημέρωσε σπίτι μας και το γατάκι ξεχάστηκε, το κλάμα έπαψε, η ζωή συνεχίστηκε.
Στο σπίτι μας τα κορίτσια είχαν το δικό τους ποτήρι, εγώ ένα γαλάζιο κλεμμένο απ’ τον ουρανό και η Μαργαρίτα ένα ίδιο, μικρούλι, ροζ. Ήταν απόγευμα θυμάμαι και δίψασα. Πήγα στην κουζίνα να πάρω το ποτηράκι μου. Καθώς έφτανα είδα το ροζ της Μαργαρίτας να κάθεται μόνο στο τραπέζι. Όπως το ξανάδα στο φως εκείνου τ’ απογεύματος το βρήκα πιο όμορφο απ’ το δικό μου. Με τη καρδιά γιομάτη ενθουσιασμό και τα χέρια γιομάτα ενοχές το πήρα. Δεν άντεξα όμως να πάω μέχρι τη βρύση και μου ‘πεσε. Ο θόρυβος που έκανε ξύπνησε το φόβο στους μεγάλους που έτρεξαν να δουν τι μου συνέβη. Η Μαργαρίτα κοίταξε τα ροζ θρύψαλα με τα πολύχρωμα μάτια της και διπλώθηκε. Το κλάμα ξανάρχισε σαν κι’ εκείνη την άλλη μέρα. Πιο έντονο όμως, πιο απαρηγόρητο. Μέρα και νύχτα συνέχιζε χωρίς σταματημό.
Της έλεγαν οι άλλοι: «Πάρε της Βέρας. Μαργαρίτα, πάρ’ το εκείνο.» Μα αυτή δεν μίλαγε μα μόνο έκλαιγε.
Μια περίοδος παράξενη ακολούθησε. Η Μαργαρίτα έσβηνε σιγά σιγά. Καθόταν στο παράθυρο και κεντούσε μέρα και νύχτα σαν Πηνελόπη που περίμενε κάποιον, κάτι, τίποτα ίσως.
Εγώ μεγάλωσα γρήγορα και κάθε φορά που πήγαινα κοντά της έπαιρνε το μικρό στρουμπουλό μου χέρι και το φιλούσε.
Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, μετακόμισα σε άλλη πόλη και σαν τη προίκα από τα ψηλά ερμάρια της γιαγιάς πήρα και την Μαργαρίτα. Ένα βράδυ αρρώστησε, φέραμε το γιατρό και την κοίταξε, το πρωί την βρήκα νεκρή….
Η Μαργαρίτα θα βρήκε άραγε το γατάκι, θα ξανάπαιρνε στα χέρια της το ροζ ποτήρι; Θα την αγάπαγε κανείς άραγε εκεί που πήγε;
Πήρα ένα μπουκέτο με λουλούδια στ’ όνομα της και τα μαδούσα ένα ένα να ρωτάω με μανία……….ίσως να τρελάθηκαν κι’ αυτά…. δεν ήξεραν λέει, δεν ξέρανε…»
Και άμα τελείωσα την αφήγηση μου, γύρισε προς το μέρος της φωνής μου με δάκρυα χαράς:
«Έτσι ήταν, έτσι. Και να προσθέσεις:
Στα 74 μου πεθαίνω πια κι εγώ, τυφλή και ξέγνοιαστη. Βλέπω να με περιμένει στον ουρανό μια αγκαλιά φτιαγμένη απ’ όλους αυτούς που απάρτιζαν τ’ αρχοντικό της Λάρνακας. Θα’ ναι ο παράδεισος γιομάτος Μαργαρίτες και ροζ ποτήρια. Η Μαργαρίτα μ’ άφησε κληρονομιές στα γούστα μου, και όλα ήθελα πάντα να ‘ταν ροζ. Ροζ θέλω και την κηδεία μου, το χρώμα που κουβάλησα σαν τιμωρία και σαν υπενθύμιση της καρδιάς του ανθρώπου. Ζωγράφιζα μια ζωή γιατί έτσι έκανα μικρή δίπλα της, γιατί πάλευα να βάλω τα χρώματα απ’ τα μάτια της στα όσα δεν θα μπορούσε πια να δει και ν’ απολαύσει. Εύχομαι στον παράδεισο να μην είναι ψυχίατροι να την ξαναφορτώσουν φάρμακα, κι’ άμα την δω να έχει βρει αυτό που περίμενε κεντώντας στο παράθυρο . Και θα κάτσω πλάι της και θα ζωγραφίζω καθώς απολαμβάνει.»
Την Δευτέρα το πρωί μπήκα στο δωμάτιο της ξανά, ήταν Μάρτης και η Βέρα ήταν πολύ κουρασμένη. Ήμασταν μόνοι, έσκυψα στ’ αφτί της και της είπα «Φύγε όποτε θες, είμαι εδώ».
Δάκρυσε και έγειρε το κεφάλι και έφυγε. Έτσι! τόσο απλά, τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα. Μια λάμψη που αναφάνηκε μέσα στον Ήλιο της άνοιξης εκείνο το πρωί και χάθηκε μες το φως.
Η ομορφιά είναι σαν την ενέργεια, υπάρχει παντού, κινεί τα πάντα και τα γεννά, τα ρουφά ξανά κοντά της και φτιάχνει κι’ άλλα, έχει πηγή την καρδιά και άμα ξεχνάς τον χρόνο και φτιάχνεις ζωή απ’ αυτήν, σ’ όποια κατάσταση και να’ ναι το σώμα, σε γεμίζει με ευδαιμονία…….