Είναι πολλές οι φορές που άνθρωποι γύρω μου μιλάνε με θαυμασμό για τα όσα έκανα με τους ογκολογικούς ασθενείς, την δύναμη καρδιάς και το σθένος να είσαι μέσα στην μιζέρια και τον θάνατο. Άλλοι, πελάτες, ασθενείς, σήμερα που είμαι πια ιδιώτης ντρέπονται να με απασχολούν με τα μικρά δικά τους λένε μετά από τα όσα είδα και άκουσα από τόσους συνανθρώπους μας που αντιμετώπιζαν το για πάντα του θανάτου.
Πέρασα και χρόνια εκμεταλλευόμενος την θέση μου κοντά στους καρκινοπαθείς στις γνωριμίες καινούργιων ανθρώπων για να κερδίσω κάποια υπόσταση και ενδιαφέρων σαν άνθρωπος, να αγαπηθώ, να με υπολογίσουν. Ο κριτής μέσα μου θα το έλεγε κατάντια και το εγώ μου θα πάλευε να αποδείξει πόσο το διακαιόμουνα.
Αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε που παραιτήθηκα με άφησαν με διάφορα συμπτώματα, πυρωτικές ενοχές, κρίσεις πανικού, κρίσεις νοήματος, ίσως και διάφορες περιόδους κατάθλιψης. Σκέφτομαι πολύ, φοβάμαι τα συναισθήματα μου και την ανάγκη της ανάγκης. Βρίσκω τρόπους να με κρατώ σε υπερδιέγερση γιατί φοβάμαι την ησυχία και τα όσα κρύβει μέσα από τις πληγές μου. Και η ογκολογία μου πρόσφερε πολλά συναισθήματα, μέσα από τα οποία ξέχναγα τα δικά μου, ζούσαν για λίγο και μετά είχε άλλα και μετά άλλα.
Σαν μανιακή μέλισσα ιστοριών και εμπειριών κουβαλούσα το νέκταρ των συναισθημάτων και των βιωμάτων στη φωλιά. Κι’ αυτή η φωλιά ξεχείλισε μα δεν πήρα χαμπάρι, συνέχιζα, ξεχνούσα τα δικά μου και ζούσα άλλα και άλλα και ιστορίες και μαγεία, σε ένα επίπεδο όπου ήμουν πια θεατής μιας ζωής γεμάτης στην οποία τίποτα δεν χώνευα.
Όταν σταμάτησα ένιωθα πως ζούσα πια σε ένα σπίτι που παραγέμισα έπιπλα κι’ όλο σκουντουφλούσα πάνω και πόναγα, φούσκωνε το πόδι, πνίγονταν το πνευμόνι και είχα πολύ συγύρισμα και ψάξιμο να κάνω.
Δεν ήμουν πια άγγελος, δεν ζούσα πια μέσα από τις ιστορίες, ήμουν το μικρό πλάσμα το γεμάτο από την ίδια ανάγκη που έχουμε όλοι: να μ’ αγάπα ο άλλος.
Στον καθένα αυτή η ανάγκη παίρνει ένα είδος δρόμου για να εκπληρωθεί. Και καμία άλλη οδό δεν καταδέχεται για να φτάσει στην αγάπη που ποθεί. Και αυτή η οδός, αυτός ο δρόμος καθορίζεται από κάποια πιο παλιά χρόνια, δικά μας, των προγόνων μας……… κάποιοι δρόμοι λέγονται θυματοποίηση, άλλοι εξάρτηση, άλλοι ηρωισμός, πλούτος, πνευματικότητα και τόσες άλλοι οδοί στις πόλεις της ζήσης, μέσα στην ανάγκη να μας αγαπήσουν.
Δεν αντιλαμβανόμαστε πως η ζήση είναι ποτάμι χωρίς αρχή και τέλος, με ακτές που άμα τις πατήσεις είναι επειδή πια ανήκεις αλλού, σε άλλο πράμα από την ζωή που ξέρουμε.
Η δικιά μου οδός, ο ηρωισμός. Η κύρια! και οι πόλεμοι άμα τελείωναν έπρεπε να φτιάξω κι’ άλλους, τα μεγάλα βιώματα άμα έπαυαν έπρεπε να βρω κι’ άλλα. Δεν καταδεχόμουν την μικρότητα των δικών μου. Να αγαπηθώ για εμένα ήταν μόνο δια μέσου του τι έκρινα ως ηρωισμό.
Μέχρι που θυμήθηκα την Μαρία.
Εκεί, σ’ εκείνο το σημείο, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πόσο σνόμπαρα τα μικρά και καθημερινά, όπως οι Μη-καρκινοπαθείς πελάτες μου τα δικά τους προβλήματα. Αντιλήφθηκα πως ότι και να μας βασανίζει, είτε αυτό είναι μια ασθένεια που απειλή τη ζωή μας, μια κρίση πανικού, μια μελαγχολία, ένας ψυχαναγκασμός, όλα μα όλα τείνουν να μας βγάζουν από την ροή της ζήσης. Εμείς προσπαθούμε να τα επιλύσουμε κολλώντας στην οδό που επιλέξαμε. Και εκεί βασανιζόμαστε καθώς ψάχνουμε στο δρόμο της σημάδια, αρχιτεκτονικά σχέδια, αριθμούς και επεξηγήσεις. Και αυτή η ανάγκη μας κουβαλά το σημάδι του θανάτου. Αυτού που ότι και να γίνεται στη ζωή παραμένει ίδιο, παντοτινό, απαράλλακτο, ξανά και ξανά.
Άμα φύγεις από την πόλη, την οδό που η ιστορία σου σε έκανε να διαλέξεις για να φτάσεις στην απόλυτη αποδοχή και αγάπη, το μυαλό δηλαδή και την σκέψη. Άμα αφεθείς στις αισθήσεις του φόβου, της ανάγκης, του πόνου, της χαράς, της ζήλειας, του δέους, αντιλαμβάνεσαι πως ζεις. Δεν έχει νόημα, δεν φτάνει κάπου, δεν εξυπηρετεί τον ηρωισμό ή όποια άλλη οδό διάλεξες. Μα γίνεσαι ζωή, φτιάχνεις! Μπορεί να μην επιλύει καν αυτό που μας βασανίζει μα ανοιγόμαστε στην ζωή.
Η Μαρία λοιπόν μια όμορφη νεαρή κοκκινομάλλα, στα 30 της είχε κι’ αυτή την δικιά της οδό. Διαγνώστηκε με ένα καρκίνο και ήταν πια αργά να θεραπεύσει ιατρικά. Το έντερο έκανε απόφραξη, δηλαδή μπλόκαρε και μπήκε ένας ρινογαστρικός σωλήνας, σαν προβοσκίδα από την μύτη ως τα σωθικά, ο οποίος απαγόρευε οποιαδήποτε τροφή ή υγρά.
Ο χρόνος που θα παρέμενε ήταν άγνωστος. Κάθε μέρα ήταν μια ελπίδα να βγει και κάθε μέρα ήταν μια αναμονή για να ζήσει μέσα από μια γεύση που πεθύμησε, ένα ποτήρι παγωμένο νερό, ένα κάτι.
Η συγκέντρωση της λοιπόν ήταν ο σωλήνας, κάθε άλλη πιθανότητα αίσθησης και ικανοποίησης έκαψαν. Όλο για αυτό μιλούσε λες και άμα έβγαινε θα’ χε πια γιάνει. Ήξερε πως δεν ήταν έτσι αλλά όπως όλοι συγκεντρωνόμαστε στο δέντρο που κρύβει το δασός και πιστεύουμε πως άμα το τάδε ή το άλλο τάδε γίνουν, θα’ μαστε πια καλά, έτσι και η Μαρία.
Στον ένα μήνα είχε πια αδυνατήσει, άρχισε να καταθλίβεται, να μην την ενδιαφέρει τίποτα άλλο. Είχε κολλήσει το μυαλό όπως ο σωλήνας στην γαστρική οδό.
Κάποιος θα με έλεγε σκληρό μα την ήθελα να ξεκολλήσει, να φτιάξει κάτι, να χαθεί σε μια αφήγηση, να ξεχαστεί σε μια αγκαλιά, να ζήσει μια συνάντηση, να βγει από τον ψυχαναγκασμό κάποιας κατάστασης που δεν μπορούσε πια να ελέγξει.
Ήταν μια πρώτη ηλιόλουστη μέρα μετά από καιρό. Κάθισα δίπλα της και την εξανάγκασα να μου πει τι θα έκανε άμα ήταν λέφτερη από τον σωλήνα και τους γιατρούς. Δεν δεχόταν, φοβόταν να μπει στην ελπίδα κάποιου άλλου σεναρίου, στην ανάγκη μιας επιθυμίας. Και ήξερα ότι έπαιρνα μεγάλο ρίσκο αλλά έστω και το γοερό κλάμα, το άγγιγμα της απόγνωσης μου φάνταζαν καλύτερα από το επαναλαμβανόμενο, το κόλλημα, τον χρόνο που χανόταν και που την οδηγούσε σε ένα φυσικό θάνατο δίχως να έχει νιώσει κάτι, εξιτάρει μια άλλη αίσθηση. Τα πράγματα ήταν πια επικίνδυνα έτσι κι’ αλλιώς.
Σε κάποια φάση έκλεισε τα μάτια της και μου είπε με θυμό πως την εκνευρίζω, πως δεν καταλαβαίνω τίποτα, πως χρειάζεται ένα θαύμα κι’ εγώ μουρμουρώ βλακείες και την βάζω να ξεχαστεί από τον σκοπό της: να βγει ο σωλήνας.
Επέμεινα κι’ άλλο. Φοβούμουνα πιο πολύ από την ίδια, φοβούμουνα σίγουρα και πρόβαλλα και τα δικά μου κολλήματα, όμως αντιλαμβανόμουν πως μπορούσε να επιθυμήσει και αυτό θα μπορούσε μοναχά να επιτρέψει να ξυπνήσει στη ζήση. Ενέδωσε και άρχισε με θυμό, σαν παιδάκι που σου κάνει το χατίρι αλλά το πληρώνεις με τη ξινίλα του, να μου περιγράφει ένα καφέ στην πόλη της στο οποίο πήγαινε μόνη και καθόταν και διάβαζε. Πως εκεί ένα παιδί της έφτιαχνε το φραπέ της και της το σέρβιρε με κομπλιμέντα. Πως θυμάται την γεύση του, την αίσθηση από το πλαστικό καλαμάκι στα χείλια και τα δόντια της, τον γλυκό καφέ, την απόλαυση των πρώτων γουλιών. Συνωμοτήσαμε με ένα νοσηλευτή και το γιατρό της να της φτιάξουμε ένα φραπέ.
Την έβαλα στο καρότσι και την πήγα στον ήλιο. Ακόμη με μισούσε. Ήρθε το φραπέ. Το κοίταζε, το περιεργαζόταν, το μύριζε, σαν να’ ταν γεμολόγος που της δώσαμε ένα σπάνιο λίθο.
“Μπορώ;” ρώτησε.
“Λίγο”, είπαμε.
“Θα βγει από τον σωλήνα, αλλά μπορείς να απολαύσεις όσο γίνεται.”
Ήταν αδύναμη για να κρατήσει καν το μεγάλο ποτήρι μα επέμεινε. Μεταξύ διακριτικών δακρύων χαράς και μια αίσθηση απόλυτης υγείας η Μαρία είχε βρει την Μαρία που ξέχασε. Αυτήν που διάβαζε σε εκείνο το καφέ, που την φλέρταραν, που ξεχνιόταν.
Η υπόλοιπη μέρα συνέχισε όμορφη. Ξέχασε των σωλήνα, τον είχε νικήσει κι’ ας παρέμενε ακόμη εκεί. Έφτιαξε ζωή κι’ έκλεψε από τον θάνατο τα δικαιώματα της. Βρήκε κάτω από τα ερείπια που την παγίδεψαν μετά τον σεισμό, τρυπούλα να ανασαίνει και να βλέπει φως. Ζωντάνεψε, αγάπησε, ήθελε να ακούσει τους άλλους, ήθελε να με βρίζει γελώντας.
Η Μαρία έφυγε κάποιες μέρες μετά. Έχοντας όμως νικήσει, αλλάζοντας οδό. Δεν την ένοιαζε πια το πεθαίνω, την μάγεψε το ζω. Άφησε την οδό της πόλης και βούτηξε στο ποτάμι της ζήσης. Δεν είχε νόημα, δεν είχε λογική, δεν πήγαινε κάπου. Είχε αισθήσεις, είχε συναισθήματα. Κι’ ας ήταν το νερό ασφυκτικά παγωμένο και οι βράχοι παντού και επικίνδυνοι στο δρόμο της, είχε μπορέσει να ξεχάσει τα εμπόδια και τις ανάγκες και να γίνει επιθυμία. Πεθαίνω είναι κολλώ στις ανάγκες και παύω να επιθυμώ. Κι’ η Μαρία μου είδε στο φραπέ της και γεύτηκε την ζωή της. Ο σωλήνας ήταν μια ανάγκη στην οποία κόλλησε για να ζήσει ξανά όσα πίστευε ήθελε. Μα είχε μπόλικο φόβο και αγωνία να επιθυμήσει χωρίς η ανάγκη να εκπληρωθεί και οι συνθήκες να γίνουν όπως την οδό που φαντάστηκε.
Ο νοσηλευτής, ο Δήμος, δεν ξέρω που είναι πια σήμερα αλλά είμαι σίγουρος πως κι’ αυτός δεν έχει ξαναπιεί φραπέ χωρίς την θύμηση της.