Monthly Archives

4 Articles

Καλά πολλά χρόνια και χαρά

Posted on
Καλά πολλά χρόνια και χαρά

Εύχομαι να διακρίνουμε τη γλύκα και τη μαγεία. Χωρίς κριτική και φόβο βασισμένα σε κάποια αξία ή σε ένα ‘θα έπρεπε ή δεν θα έπρεπε’.

Εύχομαι να αντιλαμβανόμαστε το μικρό και το πολύτιμο της ζωής και να ζούμε, να γελούμε, να μιλάμε σε αγνώστους, να νιώθουμε αδέλφια, να είμαστε γενναιόδωροι και παθιασμένοι.

Ευχαριστώ ως efpraxia.com για τα όσα μοιραστήκαμε σε τόσες λίγες βδομάδες.

Καλά πολλά χρόνια και χαρά.

Πίσω απ’ τα μάτια

Posted on
Πίσω απ’ τα μάτια

Είναι Κυριακή πρωί, πολύ πρωί. Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή με την καρδία γεμάτη από συναισθήματα. Σε βαθμό που με πνίγουν. Πολλά, έντονα, σαν πελάτες “μαύρης παρασκευής” στην πόρτα ενός μεγάλου μαγαζιού που σκουντάνε απειλητικά. Σπρώχνουν με τρόπους που δυσκολεύομαι να αρπάξω ένα και να το ημερέψω για να γίνει ιστορία και να γραφτεί, να ακουστεί η ηχώ του μες ένα κείμενο. Έχω αγάπη, ευγνωμοσύνη, θυμό, αγωνία, αμφιβολία, δέος, φόβο. Και τόσα άλλα.

Πριν χρόνια πολλά, σχεδόν 40, σε ένα σπίτι μιας Λευκωσιατικής γειτονιάς, γνώρισα τη γεύση του χώματος, τα γδαρσίματα στα πόδια από τα δέντρα, τον φόβο της φωνής του πατέρα, τα ζουζούνια και τις αναρχικές χορωδίες μεταξύ τους, τον θυμό, τη ζήλεια και την αγκαλιά ενός μεσήλικα παππού. Υπομονετικά με το κεφάλι σκυφτό σε μια εφημερίδα κι’ ένα χτενί στα πολύ σγουρά μου μαλλιά με καθάριζε από τις ψείρες που συχνά γέμιζα στο σχολείο. Στοργικά, τα Σάββατα του χειμώνα καθόμασταν  σε ένα σταθμευμένο κίτρινο Φορντ – αυτός μπροστά και εγώ πίσω – και διαβάζαμε μες τον ήλιο: ο ένας Μίκυ Μάους και ο άλλος readers digest.

Δεν φαινόταν να τον πτοούσε τίποτα. Δεν φαινόταν να θύμωνε ποτέ: ακόμα και όταν δεν διάβαζα, ακόμα και όταν έκανα απίστευτο θόρυβο παίζοντας με τα μαγειρικά σκεύη ντραμς στην κουζίνα, έχοντας τα όλα αραδιάσει στο πάτωμα. Στην τζαμαρία, που έβλεπε τον δρόμο και τον κήπο, φτιάχναμε Lego και μιλούσαμε για διάφορα, καθώς η γιαγιά διάβαζε ή έραβε στην ραπτομηχανή μιας άλλης εποχής. Στο μπάνιο βάζαμε ξύλα και ανάβαμε φωτιά για να ζεστάνει το νερό – Τρίτη και Παρασκευή –και μας βούταγε μέσα με τον αδελφό μου και κλαίγαμε ή κτυπιόμασταν. Μα γελούσε συχνά. Στα 54 του διαγνώστηκε με καρκίνο. Ήμουνα πολύ μικρός. Πήρε πρόωρη σύνταξη έτσι ήταν πάντα εκεί. Μπολιάζαμε τις τριανταφυλλιές, καθαρίζαμε την αποθήκη, ζωγραφίζαμε, κάναμε ένα περίπατο κάθε σούρουπο γύρω από την ‘πολυκατοικία’ – το μόνο τριώροφο κτίριο της γειτονιάς με διαμερίσματα που απλά λέγαμε πολυκατοικία ως στοιχείο αναφοράς ακόμα και όταν παίζαμε με τα ποδήλατα και τους γείτονες.

«Ναι μαμά , μόνο γύρω από την πολυκατοικία, δεν πάμε πιο μακριά.» Θα λέγαμε στη μάνα ή στις μανάδες φίλων μας αμα φεύγαμε όλοι μαζί.

Και σίγουρα λέγαμε ψέματα , και σίγουρα όλοι οι μεγάλοι το ήξεραν. Μα τότε ήταν πιο φυσικό να’ σαι γονιός και οι ευθύνες σου λιγότερες, πιο βασικές προς τα παιδιά σου. Σήμερα έχει πια γίνει επάγγελμα το ‘γονιός’ και χάνει όσο πάει την φυσικότητα του με όλα όσα οι ψυχολόγοι λένε και γράφουνε.

Στο σπίτι του παππού ζούσα. Και με την ασθένεια του ζούσα, επίσης. Είχε μια συλλογή γραμματοσήμων από το 1938 απ’ όταν σπούδαζε στην Αγγλία και ήταν μετά στον πόλεμο. Και τη συνεχίζαμε μαζί. Άμα πια βάρεσε και οι μεταστάσεις τον καθήλωσαν, για μένα δεν άλλαξε τίποτα. Παίζαμε με το μπαστούνι και το καρότσι το αναπηρικό και άμα σχόλανα από το σχολείο έτρεχα στο δωμάτιο του να του πω τα νέα. Κόντευα τα 8, κι’ αυτός τα 60. Έτρεχα στο περίπτερο και του έφερνα τσιγάρα σε κασετίνα τότε και άφιλτρα. Τα πέταγε αναμμένα άμα τα είχε καπνίσει, έξω από το παράθυρο που ήταν πάνω από το κρεβάτι του, και με τον αδελφό μου τρέχαμε και καπνίζαμε τις τελευταίες ρουφηξιές κρυμμένοι κάτω από την μανταρινιά. Μια μέρα, στο πλαϊνό ερμάρι μπροστά, στο κάτω μέρος όπου ήταν τα βιβλία με τα γραμματόσημα μου ζήτησε να τα πάρω ένα ένα και να τα φέρω. Το έκανα. Τα άνοιξε και τα κοίταζε.
«Παππού άμα πεθάνεις θα μου τα αφήσεις;» ρώτησα χωρίς να συλλαμβάνω την ακριβή έννοια της ‘για πάντα απουσίας’.
«Ναι Αχιλλέα. Θα είναι δικά σου να τα συνεχίσεις.»
Και πέθανε. Με ζήτησε και με πήγε η μάνα λίγες ώρες πριν. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι του παλιού νοσοκομείου και έγειρα πλάι του. Με κοίταξε, γεμάτα τα πράσινα του μάτια δάκρυα, έφυγα και δεν τον ξανάδα ποτέ. Η Ευπραξία μου παρέδωσε τα γραμματόσημα.
Πήρα και τις γραβάτες του και τις πυτζάμες του και τα readers digest, και το ραδιοφωνάκι που ακούγαμε μουσική τα Σάββατα και πολλά άλλα δικά του. Συνέχισα την συλλογή μέχρι τα δεκάξι μου και πια την παρέδωσα στην κόρη του αδελφού μου όπως ένιωθα να κάνω.

Κοιμόμουνα με τις πυτζάμες του ως μεγάλη ηλικία, εφηβική. Είναι παράξενο πόσο το σώμα κατακρατά τη μνήμη της υφής. Από τα ρούχα, τις πλαστικές τότε μαξιλάρες του αυτοκινήτου στο σώμα μου, τα ταϊστά σεντόνια, το τσιγαρόχαρτο στα χείλη, τα μαλλιά του στα χέρια μου.

Ανακάλυψα λίγες μέρες μετά πως στο νιπτήρα του μπάνιου μαζεύτηκαν τρίχες από τα τελευταία του χτενίσματα και τις πήρα και τις χάιδευα, μικρούλης και ντροπαλός για τον πόνο μου. Ως να ήταν λάθος να πονώ και ύβρις προς τον μεγάλο κλέφτη, τον θάνατο, να φωνάξω το πόσο μου έλειπε.

Άλλαξαν πολλά τότε και μια μέρα, με θυμό, πήγα στο γκαράζ, πήρα τους δίσκους του από βινύλιο και με μια πέτρα τους έκανα θρύψαλα. Η μάνα έτρεξε να μου θυμώσει μα δεν την θυμάμαι καθόλου να φωνάζει. Ίσως να καταλάβαινε αυτό που εγώ τότε δεν υποψιαζόμουνα καν. Την προδοσία και την εγκατάλειψη που ο χαμός του με έκανε να βιώνω για χρόνια.

Μου λείπει μέχρι σήμερα εκείνη η ξεγνοιασιά και η απόλυτη συγχώρεση σε ότι έκανα. Εκείνη η αγκαλιά χωρίς τιμή, χωρίς αντίκρισμα και υποχρέωση. Η γενναιοδωρία της αγάπης. Δεν έχει σχέση η συγγένεια, δεν έχει σχέση η οικογένεια. Μπορεί να υπάρξει στη φιλία, σε έναν άγνωστο, σ’ έναν ανώνυμο ξένο.  Δεν ζητά τα μάτια των θεών που θα την ανταποδώσουν μετά θάνατον, ούτε την αναγνώριση κανενός. Είναι σαν γέμισμα της μοναξιάς, αυτής της βασικής ρουφήχτρας που όλοι νιώθουμε βαθιά μέσα και φοβόμαστε. Και εκεί άμα την δίνουμε, μες την αίσθηση της αναγνώρισής της στον άλλον και σ’ εμάς, μες την ταύτιση με τ’ ανθρώπινο, κερδίζουμε ζωή, ξυπνάμε από τον λήθαργο και τον συνεργάτη του τον φόβο.

* * * * * * * * *

Ο Όλιβερ ήταν 8 χρονών και μεγάλωσε και αυτός με τον παππού του διότι οι γονείς του μετατέθηκαν στο εξωτερικό και δεν μπορούσαν να τον πάρουν. Ο παππούς του είχε από την ασθένεια χάσει την φωνή του άμα ο Όλιβερ ήταν 4 και οι δυο τους συνεννοούνταν με νοήματα και γέλια και ματιές όσο κανένα άλλο ζευγάρι που μίλαγε και άκουε. Ο παππούς έφτασε στο τέλος και οι γονείς του Όλιβερ επέστρεψαν στην Γαλλία. Ήμουν τότε σε εκπαίδευση με την Μαρί-Καρμέν σε ένα ανακουφιστικό νοσοκομείο για ασθενείς ‘τέλους ζωής’. Ο Όλιβερ ήρθε να δει τον παππού και ήταν πολύ θυμωμένος. Τον βάλαμε στο γραφείο μόνο του για να του εξηγήσουμε. Μίλησε η Μαρί-Καρμέν για την ασθένεια και τον πόλεμο που γινόταν στο σώμα του παππού και ο Όλιβερ ακούγοντας προσεκτικά είπε:
«Εγώ άμα κάποιος μου επιτίθεται του λιώνω τα μούτρα.»
«Ναι», ανταποκρίθηκε η Μαρί-Καρμέν «όμως ο παππούς είναι πολύ κουρασμένος για να το κάνει αυτό στην κακιά αρρώστια.»
«Δεν με νοιάζει. Να το κάνω εγώ. Θα μπω στο δωμάτιο και θα την εξοντώσω.»
«Δεν μπορείς αγόρι μου», του λέει. «Όμως είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις. Πολύ σημαντικό.»
«Τι; Και να την σκοτώσω;»
Και η Μαρί-Καρμέν, αρχίζει ζυγώνωντας το κεφάλι της στον μικρό, έτοιμη να του πει την πιο μυστική στρατηγική, και ψιθυριστά του λέει:
«Η απαίσια ασθένεια είναι ηλίθια, παλαβή. Είναι παντού μέσα στο σώμα εκτός από την καρδιά. Είναι μια αρρώστια που δεν μπορεί να αγγίξει την καρδία.»
Ο Όλιβερ, κι’ αυτός σκυμμένος συνωμοτικά, κι’ εγώ, που δεν καταλάβαινα τι γινότανε, συνεχίζει να ρωτά: «Και τι μ’ αυτό;»
«Να, η καρδία έχει μια σύνδεση μαζί σου και όλους όσους αγαπά ο παππούς και θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να πάς στο εργαστήρι του παππού… εκεί όπου φτιάχνατε μαζί τόσα πράγματα… και να μου διηγηθείς τι κάνατε βλέποντας το πίσω από τα μάτια.»
Και όλοι κλείσαμε τα μάτια. Και άρχισε ο Όλιβερ να λέει, και να βάζει λεπτομέρειες και η
Μαρί-Καρμέν να ρωτά «Και ο παππούς τι κάνει τώρα και πως σου γνέφει τώρα;…….»
Και καθώς ο Όλιβερ είναι ‘εκεί’ σε αυτό το γκαράζ εργαστήρι και διηγείται, λέει η Μαρί-Καρμέν:
«Η καρδιά του παππού του επιτρέπει να μένει εκεί πίσω από τα μάτια κάθε φορά που τον θες να είναι μαζί σου. Κλείνεις τα μάτια, τον σκέφτεσαι και αυτός έρχεται, σε όσα κάνετε μαζί: στην κουζίνα, τα παιχνίδια, τις κατασκευές, το σχολείο. Αυτή η παλαβή αρρώστια δεν το ξέρει αυτό και επειδή η καρδιά του παππού είναι γεμάτη από αγάπη για σένα, αυτός ο παππούς από πίσω από τα μάτια θα’ ναι για πάντα εκεί.»
Ο παππούς πέθανε καθώς εμείς ήμασταν σε ραντεβού με τον Όλιβερ. Στην κηδεία, μας είπε ο μπαμπάς του, πως άμα ο μικρός τον είδε να κλαίει του είπε να κλείσει τα μάτια και να πάει εκεί που ο παππούς θα είναι πάντα μαζί του.

Άμα γύρισα σπίτι το βράδυ έκλεισα τα μάτια και πήγα να ξαναβρώ όλους αυτούς που αγάπησα και πήρε ο θάνατος. Όλοι ήταν εκεί. Ίδιοι όπως τότε. Η καρδιά τους ήταν άθικτη και τους επέτρεπε να μ’ επισκεφτούν όπως τον παππού του Όλιβερ:
πίσω απ’ τα μάτια.

 

Η ψυχή

Posted on
Η ψυχή

Συναντηθήκαμε προ πολλού. Αυτή δεν στάθηκε ποτέ αντίκρυ μου, μα την ένιωσα ξανά και ξανά κοντά μου. Κάποιες φορές φοβιστικά, άλλες ευχάριστα, ανακουφιστικά. Την είδα στα όνειρα μου να φορά  σώματα αγαπημένων και να μου μιλά, να με προστάζει, να μου δίνει μηνύματα, να με υπενθυμίζει, να με προειδοποιεί.

Ξυπνούσα πάντα ξαφνιασμένος. Γυρνούσα μες το σπίτι και την αναζητούσα.

Κάποιες φορές με φόβο και άλλες με τόσο δέος που έτρεμα ολόκληρος. Την άκουγα μια φορά στο σπίτι του Ορελιάν να χτυπά το ταβάνι του δωματίου από την σοφίτα και άναψα ένα κερί και της μίλαγα, τρέμοντας. Άλλες, παρακαλούσα να έρθει, τότε που ήμουνα παιδί και έφυγε ο πάππους και ό,τι ασφάλεια ένιωσα έφυγε μαζί του. Μα δεν ερχόταν. Φοβόμουνα μέσα στην επιθυμία μου για το ένδυμα που θα φορέσει για να με βρει και ακύρωνα τις προσευχές μου. Άλλη φορά ξύπνησα να την βλέπω στη μορφή ενός αγνώστου να κοιμάται στο μαξιλάρι μου και να μου λέει πράματα που δεν καταλάβαινα μέχρι που η αδελφή του, η σπιτονοικοκυρά μου στο Παρίσι, κατέφθασε από το μνημόσυνο του με ένα κερί και μπόλικα λουλούδια. Της έδωσα τα χαιρετίσματα, της είπα αυτά που δεν καταλάβαινα και έκλαψε και χάρηκε μαζί.

Τολμώ να γράψω σε ένα κόσμο παράλογο που ο άνθρωπος προσπαθεί να κατακτήσει με τη λογική, σε ένα κόσμο μυστήριο που για όλα ψάχνουμε εξήγηση. Σε ένα κόσμο απέραντο, που εμείς οι μικροί νομίζουμε διοικούμε. Γιατί εγώ θα ακουστώ τρελός.

Ένα πρωί ξύπνησα δίπλα σε έναν άνθρωπο αγαπημένο, έναν έρωτα από τους πολλούς των νιάτων μου. Κοιμόταν και δεν ήθελα να ενοχλήσω, μα δεν σταματούσε αυτή η σκέψη που γινόταν σχεδόν φωνή… συνομιλία, με μια θεία του της οποίας σίγουρα δεν μου ανέφερε ποτέ την ύπαρξη της. Τόσο έντονη που πίστευα πως τρελάθηκα και θα αρχίσω να ακούω και να βλέπω αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν να μοιραστούν μαζί μου. Ξύπνησε η αγάπη μου και με κοίταζε – με την πρωινή ομίχλη της όρασης που σε κάνει να μισοκλείνεις τα μάτια – καθώς καθόμουνα σε ένα τεράστιο ξύλο (αφού μέναμε σε μια μικρή τρυπούλα στην οροφή μιας παλιάς γαλλικής πολυκατοικίας).

Δεν κρύωνα καθόλου · ψέλλιζα διάφορα. Ζούσαμε στη Λυών. Είχαμε γνωριστεί σπίτι μου κάτι βδομάδες πριν. Έκλινε ένα μπαρ γιατί κόψανε το ρεύμα και εγώ βγήκα πάνω σε μια καρέκλα και τους προσκάλεσα όλους σπίτι μου. Ένα δωμάτιο που χώραγε ίσα ίσα εμένα, ένα σκύλο, άλλες φορές και κάτι αδέσποτα, άλλες κάποιους έρωτες, χωρισμένους φίλους και φίλες και που στην πόρτα έγραφε: ‘ο παράδεισος’.

Εκείνο το βράδυ η αγάπη μου έμεινε. Μάλλον είμασταν πιωμένοι είπα, μα την άλλη μέρα και την παράλλη δεν ήπιαμε. Και το ίδιο νιώθαμε. Ερωτευτήκαμε παράφορα. Δεν υπήρχε χρόνος παρά της αναμονής να ιδωθούμε. Κυκλοφορούσα τότε με πατίνια για να προλαβαίνω τη δουλειά και το πανεπιστήμιο και ενώ τα χρησιμοποιούσα χρόνια, μόνο τότε έγιναν ένα με τα πόδια μου. Γιατί δεν είχα σώμα, αφού είχα γίνει δώρο του Έρωτα.

Αυτήν που περιγράφω πιο πάνω την συναντά κανείς και στον έρωτα, γιατί σε παίρνει βαθιά μέσα σου. Εκεί στο θρόνο της πρώτης αίσθησης του ανήκειν, της πρώτης φοράς που νιώθεις ασφάλεια και καλωσόρισμα.

Τότε δεν ερωτευόμουνα ανθρώπους. Ερωτευόμουν των έρωτα ξανά και ξανά σε άλλα κορμιά και άλλα πρόσωπα, μα κάθε φορά ήμουνα σίγουρος πως θα ήταν και η στερνή, πως ο έρωτας του έρωτα είχε πια αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο και σώμα. Δεν το είχε ούτε εκείνη τη φορά, μα δεν πείραζε. Με πήρε κάπου όπου την αφουγκράστηκα πάλι, την άλλη, την αιώνια ύπαρξη.

«Αγάπη μου είναι μια κυρία και λέει πως είναι η θεία σου.»
«Που; Εδώ;»
«Ναι την βλέπω, δηλαδή την φαντάζομαι, σαν να βλέπω μια δικιά μου ανάμνηση. Λέει να σου πω πως δεν τις αρέσουν οι ομπρέλες, μα τα ομπρελίνα μόνο.»
Σηκώθηκε πάνω, ήρθε μπροστά μου λες και έψαχνε να την αγγίξει, μα δεν ήταν εκεί και ας έγινα ολάκερος εκείνη.
«Τι λέει», μου είπε με αγωνία,
«Πες μου σε παρακαλώ.»
«Λέει πως είναι καλά και πως σε πεθύμησε, πως δεν πας στον τάφο και ξέρει πως σου απαγόρευσαν να πας στην κηδεία. Είναι με την άλλη σου θεία, εκείνη που την τελευταία φορά που βρεθήκατε ήσασταν σε ένα πάρκο σε κάτι παιχνίδια που πετούσαν μέχρι τον ουρανό.»
«Ναι, ναι….και έμενα μαζί τους. Ήταν ζευγάρι αλλά ποτέ δεν τ’ ομολόγησαν… το υποψιάστηκα μεγαλώνοντας…»
«Σώπα, λέει, άκου. Είναι στην Γρενομπλ, μαζί τους είναι και ένα αγοράκι, ο Αντουαν. Λέει πως θέλει να πάμε από το σπίτι. Το πούλησαν σε ένα μαθηματικό, ακόμα εκεί ζει, θέλει να της πάρεις….»
«Κρίνα…»
«Ναι κρίνα!!……. »

Δεν είχαμε λεφτά για να πάρουμε δυο εισιτήρια τρένου, μα δανειστήκαμε από ένα φίλο. Φτάσαμε εκεί το μεσημέρι. Εγώ τρελός για δέσιμο… δεν ήξερα άμα έπρεπε να πάω σε ψυχίατρο ή να ακολουθήσω τα όσα συνέβαιναν.

Διάλεξα το δεύτερο γιατί μόλις φύγαμε όλα έπαψαν να κινούνται στο κεφάλι μου και έκλαιγα σαν να είχα μόλις γεννηθεί. Ένιωθα μια κάθαρση και μια αγνότητα, που χρόνια είχα να βιώσω.

Τους βρήκαμε! Διότι όλα ήταν εύκολα, όπως στις οδηγίες. Πήγαμε και στο σπίτι… απίστευτο θα σας ακουστεί μα μείναμε εκεί. Ο καινούργιος ιδιοκτήτης θέλησε να μας φιλοξενήσει. Ένα ζευγάρι αγνώστων είμασταν… νέοι… 26 χρονών μάλλον θα’ μασταν τότε. Και εκείνος ένας κύριος, μιας κάποιας ηλικίας.

Το πρωί μας έδωσε κάποια γράμματα που βρήκε στο σπίτι.
Τα άνοιξε, και άρχιζαν όλα: «Αγαπημένο μου παιδί…..» και έλεγαν τον έρωτα της, τα προβλήματα με τα αδέλφια της, την απόλυση της από το σχολείο άμα μαθεύτηκε πως ήταν ομοφυλόφιλη και συζούσε με μια γυναίκα… και ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο στον έρωτα μου.

Μήνες μετά χωρίσαμε. Μου άφησε ένα γράμμα πάνω σε μπλε χαρτί. Ειδωθήκαμε 19 χρόνια μετά σε μια παρουσίαση βιβλίου στην Λυών. Είχε δυο παιδιά. Δεν είπαμε τίποτα παρά μόνο αγκαλιαστήκαμε. Τα είχαμε όλα πει, είχαμε γίνει ποιητές για λίγους μήνες και οτιδήποτε άλλο και να λέγαμε θα’ταν ύβρις στους στίχους που ανταλλάζαμε με τις νεανικές μας φωνές, βραχνές από τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις .

Την συνάντησα ξανά, την ψυχή. Ξανά και ξανά με άλλους τρόπους, σε συμπτώσεις και συγκυρίες. Δεν ξέρω για θεούς εγώ, ούτε για άγιες υπάρξεις ζωγραφισμένες σε τοίχους και ξύλα. Ξέρω όμως πως υπάρχει δύναμη, ενέργεια, κάτι ξωτικό και αόρατο που μένει άμα ο χώρος φιλοξενίας παύει να μπορεί να παρέχει ζεστασιά και κρυώνει και χάνεται παντοτινά.

 

Cover photo by Skarnos

Μιά μαργαρίτα

Posted on
Μιά μαργαρίτα

Όλα άρχισαν ένα Σάββατο του 2003. Είχε πάρει τηλέφωνο και ζήτησε να δει ψυχολόγο μα δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι γιατί ήταν τυφλή. Προσπαθήσαμε να βρούμε χρόνο μα είχε τόσα να κάνει, να υπογράψει τα έργα ζωγραφικής της, να μάθει κολύμπι που την πήγαιναν με το λεωφορείο της σχολής τυφλών, μαθήματα πιάνου και υπολογιστών. Είχε ένα καρκίνο για τον οποίο δεν θα έπαιρνε θεραπείες και στο μυαλό μου η γλυκιά και βαθιά φωνή αυτής της ηλικιωμένης κυρίας με έκανε να αμφιβάλλω αν είχε σώας τας φρένας. Πήγα όμως, Σάββατο πρωί πρωί, σε μια αυλή ενός παλιού σπιτιού γεμάτου πίνακες στοιβαγμένους εδώ κι’ εκεί. Μου άνοιξε την πόρτα και ενώ ήταν μεγάλη σε ηλικία, τυφλή από τον διαβήτη σχεδόν εντελώς, κινούταν μες τον χώρο σαν μια χορεύτρια γεμάτη χάρη.

Αράξαμε και με τράταρε γλυκό και καφέ. Είχε συντροφιά της μια κοπέλα από το Βιετνάμ που φαινόταν ευτυχισμένη μαζί της. Δυο γυναίκες σε ένα σπίτι που έμοιαζε σαν μετακόμιση γκαλερίς.

Άρχισε να μιλά ωσάν να την κάλεσε κάποιος από άλλο τόπο να με γαληνέψει μέσα στη θανατίλα στην οποία ζούσα και φοβόμουνα τόσο κι’ εγώ να πεθάνω.

Φράση πρώτη και το θεατρικό που θα μ’ έφερνε εμπρός σε αλήθειες δικές μου σε λίγους μήνες ξεκινούσε χωρίς εγώ να το ξέρω.
«Πεθαίνω νεαρέ μου. Και μου αρέσει που ζω άλλη μια μοναδική εμπειρία….»
«Πεθαίνετε λέτε ενώ ζείτε κάθε ώρα, κολύμπι, πιάνο, υπολογιστές….»
«Όσο υπάρχει ζωή υπάρχει γνώση και είναι αμάρτημα και ύβρις να μην αποκτήσεις όση περισσότερη σοφία υπάρχει γύρω σου.»
«Και τι θα θέλατε από ‘μένα;»
«Θέλω να εξομολογηθώ, θέλω να πω αυτά που με βαραίνουν. Για τη θεία μου, τους έρωτες μου, τα λάθη με τα παιδιά μου. Ο κόσμος άλλαξε, δεν είναι πια οι παπάδες που είναι γι’ αυτές τις δουλειές, είστε εσείς που μαθαίνεται τον άνθρωπο μέσα από τα βιβλία και την εμπειρία, τον άνθρωπο του σήμερα…….»

Τα Σάββατα καθιερώθηκαν, εγώ και η Βέρα – γίναμε οι ‘εραστές‘ του Σαββάτου. Αυτή, στην ηλικία της γιαγιάς μου τότε, κι’ εγώ διψασμένος για την ηρεμία που κάποιος που έφευγε μου έδινε για τον θάνατο. Αυτόν που όλοι οι άλλοι ασθενείς μου και εγώ φοβόμασταν τόσο. Η Βέρα με βάφτισε αγαπημένο και με φλέρταρε με την καρδιά. Ήθελε να κατακτήσει τα συναισθήματα μου, να πάρει ζωτικότητα και νιότη από ‘μένα και να μου δώσει σοφία και καφέ με γλυκό του κουταλιού. Και αυτή η ανταλλαγή ήταν όμορφη και μέσα της γεννιόταν μια σύνδεση ποιητική μέχρι που η ασθένεια χειροτέρεψε. Μετά το τελευταίο μας Σάββατο με πήρε τηλέφωνο. Ήταν πρωί και κάπου ήμουνα σε κάποιο άλλο σπίτι ασθενή. Απάντησα.
«Αγαπημένε φεύγω», είπε με αχνή φωνή.
«Παίρνω ασθενοφόρο», της λέω.
«Όχι όχι σε παρακαλώ, ας τ’ αφήσουμε έτσι.»
Μα πήρα και την έφεραν στο νοσοκομείο. Ήταν άσχημα, έγινε κάπως καλύτερα μα θα έπρεπε να νοσηλευτεί και χρειαζόταν οξυγόνο.
«Και τώρα, τι;», μου είπε
«Τι εννοείς;»
«Τι θα κάνω με τον χρόνο;»
«Θα σου φέρω ένα κασετοφωνάκι και θα μου γράψεις για τη ζωή σου, για την Λάρνακα και τους Εγγλέζους, για την γιαγιά σου που ήρθε από την Ιταλία και έβραζε μεταξοσκώληκες και πούλαγε μετάξι, για εκείνο το γάμο του Τούρκου που σε πήρε ο θείος σου με τ’ άλογο.»
Και άρχισε μια αφήγηση που ηχογραφούσε για όσες μέρες της παρέμειναν και που στο τέλος, άμα δεν είχε πιά δυνάμεις, έδωσε εντολές στην κόρη της για άλλα που ήθελε να συμπεριλάβει για να μου τα μεταφέρει. Η Βέρα δεν έπαιρνε καμία δουλειά της ξώπετσα. Ήθελε σε όλα να βάζει ψυχή, ό,τι και να ήταν, ακόμα και τις αγγαρείες.

Παρέδωσα στην οικογένεια όλες τις ηχογραφήσεις στις οποίες η κουρασμένη φωνή και ο ήχος από τ’ οξυγόνο αναγκάζουν τον ακροατή να συγκεντρωθεί καλά για ν’ ακούσει. Τα κατέγραψα στο χαρτί όλα πριν τα δώσω. Και θυμάμαι καθώς κατέγραφα, ακούοντας τη φωνή της, να γαληνεύω και να παίρνω δύναμη από έναν άνθρωπο που χωρίς σώμα σχεδόν μιλούσε σαν ένα αστέρι που λάμπει όλο και πιο πολύ πριν σβήσει και χαθεί παντοτινά.

Τα πρωινά περνούσα πρώτα από το δωμάτιο της στο νοσοκομείο. ‘Eνα πρωί μου λέει:
«Δεν πονώ πια.»
«Τελεία», είπα.
«Αυτό σημαίνει φεύγω», μου λέει, «και θα ήθελα να ‘σαι δίπλα μου στο πέρασμα.»

Μέχρι τότε, παρόλο που είχα κάποια χρόνια στο χώρο, δεν έτυχε ποτέ να είμαι μόνος με κάποιον που έφευγε και φοβόμουνα. Φοβόμουνα αυτή την στιγμή μεταξύ του υπάρχω και δεν υπάρχω, αυτή την τρέλα που δεν χωρά στο μυαλό.
Ήταν κουρασμένη και της είπα θα γράψω εγώ για εκείνην, μια ιστορία βασισμένη στις εξομολογήσεις και τις αφηγήσεις της, μια ιστορία που θα προσπαθούσα να διηγούμουν ωσάν να ήμουν η Βέρα στο αρχοντικό της Λάρνακας.

Την Παρασκευή εκείνης της εβδομάδας της την έκανα δώρο. Είναι η ιστορία που θα διαβάσετε πιο κάτω. Έκατσα δίπλα της και αυτή έκλεισε τα μάτια και μ’ άκουγε, δεν μίλησε, δεν κινήθηκε μέχρις που τέλειωσα. Αφορά την θεία της, την Μαργαρίτα, η οποία γύρω στα 16 έκανε ένα ψυχωσικό επεισόδιο και μετά άλλο ένα. Η Μαργαρίτα έπασχε από σχιζοφρένεια, και η Βέρα την είχε μαζί της μέχρι το τέλος της ζωής της θείας.

Μιά Μαργαρίτα…
«Είναι γνωστό πως η μαργαρίτα κρατά στα πέταλα της την αλήθεια της καρδιάς τ’ αγαπημένου μας. Ένα ‘μ’ αγαπά’ και ένα ‘δεν μ’ αγαπά’ τρέχουν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο… γύρω γύρω απ’ την καρδιά της.
Αυτή η καρδιά της είναι που ενώνεται με την δικιά του αγαπημένου μας και τον νιώθει, τον αφουγκράζεται, τον ξεβγάλει, σαν αρχίζουμε με πάθος να τη μαδάμε.
Η δικιά μου Μαργαρίτα δεν άντεξε αυτή τη δοκιμασία, κάπου παράσιτα μπήκαν στη σύνδεση της με τις άλλες καρδιές και μάρανε πριν φτάσει ν’ ανθίσει και ν’ ανοίξει καλά καλά.

Τότε, μικρή που ήμουνα, νόμιζα πως έφταιγα κι’ εγώ…. ύστερα όμως κατάλαβα πως η φύση ήταν τέτοια κι’ εκδιωκόταν την ομορφιά π’ άρχιζε να ξεπουλιάζει πρόωρα.
Κι’ εκεί που τα πέταλα της θα μπορούσε ένας ερωτευμένος άλλος κάποτε ν’ ακουμπήσει με πάθος και να μαδά με μανία, να την ζήσει, να την συνδέσει, να την ξεντύσει, άρχισαν από μόνα τους να ψιθυρίζουν λέξεις ακατανόητες και πρωτάκουστες που έκαναν τη μελωδία της ομορφιάς της παράνοια Σειρήνων.
Η Μαργαρίτα δεν πρόλαβε να δεθεί σαν τον Οδυσσέα και πήδηξε μέσα να πνιγεί.
Το σπίτι μας ήταν βασίλειο με ερμάρια που έφταναν το ταβάνι, λες και τα έφτιαξαν στο σπίτι μέσα για να μην μπορέσει να τα βγάλει κανείς ποτές. Μέσα τους κρυβόταν προίκες της γιαγιάς, της μάνας, της Μαργαρίτας και στο κάτω μέρος τους τεράστια συρτάρια έκρυβαν θησαυρούς που απαγορευόταν ακόμη να δω.
Έφταναν κι’ εκείνη τη μέρα τα βήματα της Μαργαρίτας στις σκάλες. Την κοίταζα που ανέβαινε με τα σγουρά κοκκινόξανθα μαλλιά της, ψηλή, λεπτή μα όχι αδύνατη, να τιμά με τις παρθενικές της καμπύλες την στολή του σχολείου. Μια αχτίδα στα μάτια της κι’ ανακάλυπτε κανείς τα πιο όμορφα χρώματα που καμία γήινη παλέτα δεν κατάφερε να χωρέσει.
Ήμουνα μικρή τότε και ο κόσμος τεράστιος. Ακόμη και το ταβάνι του σπιτιού μας έμοιαζε ν’ αγγίζει τον ουρανό, ακόμη και η γάτα της αυλής μας φαινόταν σαν τίγρης μια ίλαρης ζούγκλας, ακόμη και η Μαργαρίτα φαινόταν γίγαντας μα την θαύμαζα. Περίμενα στη σκάλα κοιτάζοντας τα σκαλοπάτια μέχρι να τα μισήσω, να τα μισήσω τόσο που να θέλω τόσο ανυπόμονα να φτάσει από το σχολείο να τα πατήσει να πονέσουν, να λευτερωθεί κι’ εμένα η καρδιά μου.
Κι’ ερχόταν πάντα και πάντα τα πατούσε κι’ ας ξέχναγα ότι τα μισούσα σαν έφτανε, κι’ ας ξέχναγα πως δεν ήταν άγγελος παρά άνθρωπος, πλάσμα, θεία μου και η νεότερη αδελφή της ήδη νέας μάνας μου.
Μπήκαμε και οι δύο στο σπίτι που μας περίμενε ζεστό το φαγητό. Κάτω από τα ερμάρια της γιαγιάς παράξενοι θόρυβοι και κλάματα γατιών κάθε ηλικίας γέμιζαν τα κενά των γευματικών μας συνομιλιών. Η Μαργαρίτα μιλούσε για τις συμμαθήτριες της, τις καλόγριες που την δίδασκαν, τα μαθήματα που της έβαλαν για τ’ απόγευμα. Εγώ λυπόμουνα που πάλι είχε διάβασμα μα θα ζωγράφιζα στο πλάι της και θα παρηγοριόμουν.
Σαν τέλειωσε το γεύμα η Μαργαρίτα σηκώθηκε να πάει στη κάμαρα της. Την ίδια ώρα μια μάνα γάτα κάτω απ’ το ερμάρι αναρωτιόταν γιατί ένιωθε λιγότερα τσιμπήματα στα μπόλικα βυζιά της……… Το πόδι της Μαργαρίτας σηκώθηκε κι’ ανακάθισε χωρίς να πιάσει γη. Ακούστηκε ένας θόρυβος παράξενος κι’ ο κόσμος έσβησε για κλάσματα δευτερολέπτου από γύρω μας. Η γάτα ξεπρόβαλε βιαστική απ’ την κρυψώνα της μα η κίνηση της ελαττώθηκε μόλις αντίκρισε το νεκρό γατί της και σήκωσε τα μάτια άψυχα και παγωμένα να κοιτάξει την φόνισσα του σπλάχνου της. Η Μαργαρίτα δεν είχε λόγια στο στόμα της, παγωμένη κοίταζε το μικροσκοπικό γατάκι που μόλις σκότωσε άθελα της. Εγώ σκέφτηκα πως δεν το μισούσα σαν τα σκαλοπάτια που ήθελα τα βήματα της να εκδικηθούν…. εμένα μ’ άρεσαν τα γατάκια.
Η Μαργαρίτα ξανακοίταξε το γατάκι και με λυγμούς και κλάματα έτρεξε στη κάμαρα της.
Ήταν απαρηγόρητη, η μελέτη ξεχάστηκε, η στολή παράμεινε, ο άσπρος κολάρος βράχηκε…
Εγώ δεν ήξερα πια τι να κάνω. Πήρα μια κούκλα και πήγα ξανά στη σκάλα. «Τα γατάκια έχουν παράδεισο», είπα και έτρεξα να το πω και στην Μαργαρίτα, μα το κλάμα της έπνιγε τη φωνή μου και ξανάφυγα.
Μια άλλη μέρα ξημέρωσε σπίτι μας και το γατάκι ξεχάστηκε, το κλάμα έπαψε, η ζωή συνεχίστηκε.

Στο σπίτι μας τα κορίτσια είχαν το δικό τους ποτήρι, εγώ ένα γαλάζιο κλεμμένο απ’ τον ουρανό και η Μαργαρίτα ένα ίδιο, μικρούλι, ροζ. Ήταν απόγευμα θυμάμαι και δίψασα. Πήγα στην κουζίνα να πάρω το ποτηράκι μου. Καθώς έφτανα είδα το ροζ της Μαργαρίτας να κάθεται μόνο στο τραπέζι. Όπως το ξανάδα στο φως εκείνου τ’ απογεύματος το βρήκα πιο όμορφο απ’ το δικό μου. Με τη καρδιά γιομάτη ενθουσιασμό και τα χέρια γιομάτα ενοχές το πήρα. Δεν άντεξα όμως να πάω μέχρι τη βρύση και μου ‘πεσε. Ο θόρυβος που έκανε ξύπνησε το φόβο στους μεγάλους που έτρεξαν να δουν τι μου συνέβη. Η Μαργαρίτα κοίταξε τα ροζ θρύψαλα με τα πολύχρωμα μάτια της και διπλώθηκε. Το κλάμα ξανάρχισε σαν κι’ εκείνη την άλλη μέρα. Πιο έντονο όμως, πιο απαρηγόρητο. Μέρα και νύχτα συνέχιζε χωρίς σταματημό.
Της έλεγαν οι άλλοι: «Πάρε της Βέρας. Μαργαρίτα, πάρ’ το εκείνο.» Μα αυτή δεν μίλαγε μα μόνο έκλαιγε.
Μια περίοδος παράξενη ακολούθησε. Η Μαργαρίτα έσβηνε σιγά σιγά. Καθόταν στο παράθυρο και κεντούσε μέρα και νύχτα σαν Πηνελόπη που περίμενε κάποιον, κάτι, τίποτα ίσως.
Εγώ μεγάλωσα γρήγορα και κάθε φορά που πήγαινα κοντά της έπαιρνε το μικρό στρουμπουλό μου χέρι και το φιλούσε.
Μεγάλωσα, παντρεύτηκα, μετακόμισα σε άλλη πόλη και σαν τη προίκα από τα ψηλά ερμάρια της γιαγιάς πήρα και την Μαργαρίτα. Ένα βράδυ αρρώστησε, φέραμε το γιατρό και την κοίταξε, το πρωί την βρήκα νεκρή….

Η Μαργαρίτα θα βρήκε άραγε το γατάκι, θα ξανάπαιρνε στα χέρια της το ροζ ποτήρι; Θα την αγάπαγε κανείς άραγε εκεί που πήγε;
Πήρα ένα μπουκέτο με λουλούδια στ’ όνομα της και τα μαδούσα ένα ένα να ρωτάω με μανία……….ίσως να τρελάθηκαν κι’ αυτά…. δεν ήξεραν λέει, δεν ξέρανε…»

Και άμα τελείωσα την αφήγηση μου, γύρισε προς το μέρος της φωνής μου με δάκρυα χαράς:
«Έτσι ήταν, έτσι. Και να προσθέσεις:
Στα 74 μου πεθαίνω πια κι εγώ, τυφλή και ξέγνοιαστη. Βλέπω να με περιμένει στον ουρανό μια αγκαλιά φτιαγμένη απ’ όλους αυτούς που απάρτιζαν τ’ αρχοντικό της Λάρνακας. Θα’ ναι ο παράδεισος γιομάτος Μαργαρίτες και ροζ ποτήρια. Η Μαργαρίτα μ’ άφησε κληρονομιές στα γούστα μου, και όλα ήθελα πάντα να ‘ταν ροζ. Ροζ θέλω και την κηδεία μου, το χρώμα που κουβάλησα σαν τιμωρία και σαν υπενθύμιση της καρδιάς του ανθρώπου. Ζωγράφιζα μια ζωή γιατί έτσι έκανα μικρή δίπλα της, γιατί πάλευα να βάλω τα χρώματα απ’ τα μάτια της στα όσα δεν θα μπορούσε πια να δει και ν’ απολαύσει.  Εύχομαι στον παράδεισο να μην είναι ψυχίατροι να την ξαναφορτώσουν φάρμακα, κι’ άμα την δω να έχει βρει αυτό που περίμενε κεντώντας στο παράθυρο . Και θα κάτσω πλάι της και θα ζωγραφίζω καθώς απολαμβάνει.»

Την Δευτέρα το πρωί μπήκα στο δωμάτιο της ξανά, ήταν Μάρτης και η Βέρα ήταν πολύ κουρασμένη. Ήμασταν μόνοι, έσκυψα στ’ αφτί της και της είπα «Φύγε όποτε θες, είμαι εδώ».

Δάκρυσε και έγειρε το κεφάλι και έφυγε. Έτσι! τόσο απλά, τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα. Μια λάμψη που αναφάνηκε μέσα στον Ήλιο της άνοιξης εκείνο το πρωί και χάθηκε μες το φως.

Η ομορφιά είναι σαν την ενέργεια, υπάρχει παντού, κινεί τα πάντα και τα γεννά, τα ρουφά ξανά κοντά της και φτιάχνει κι’ άλλα, έχει πηγή την καρδιά και άμα ξεχνάς τον χρόνο και φτιάχνεις ζωή απ’ αυτήν, σ’ όποια κατάσταση και να’ ναι το σώμα, σε γεμίζει με ευδαιμονία…….