Πίσω απ’ τα μάτια
Είναι Κυριακή πρωί, πολύ πρωί. Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή με την καρδία γεμάτη από συναισθήματα. Σε βαθμό που με πνίγουν. Πολλά, έντονα, σαν πελάτες “μαύρης παρασκευής” στην πόρτα ενός μεγάλου μαγαζιού που σκουντάνε απειλητικά. Σπρώχνουν με τρόπους που δυσκολεύομαι να αρπάξω ένα και να το ημερέψω για να γίνει ιστορία και να γραφτεί, να ακουστεί η ηχώ του μες ένα κείμενο. Έχω αγάπη, ευγνωμοσύνη, θυμό, αγωνία, αμφιβολία, δέος, φόβο. Και τόσα άλλα.
Πριν χρόνια πολλά, σχεδόν 40, σε ένα σπίτι μιας Λευκωσιατικής γειτονιάς, γνώρισα τη γεύση του χώματος, τα γδαρσίματα στα πόδια από τα δέντρα, τον φόβο της φωνής του πατέρα, τα ζουζούνια και τις αναρχικές χορωδίες μεταξύ τους, τον θυμό, τη ζήλεια και την αγκαλιά ενός μεσήλικα παππού. Υπομονετικά με το κεφάλι σκυφτό σε μια εφημερίδα κι’ ένα χτενί στα πολύ σγουρά μου μαλλιά με καθάριζε από τις ψείρες που συχνά γέμιζα στο σχολείο. Στοργικά, τα Σάββατα του χειμώνα καθόμασταν σε ένα σταθμευμένο κίτρινο Φορντ – αυτός μπροστά και εγώ πίσω – και διαβάζαμε μες τον ήλιο: ο ένας Μίκυ Μάους και ο άλλος readers digest.
Δεν φαινόταν να τον πτοούσε τίποτα. Δεν φαινόταν να θύμωνε ποτέ: ακόμα και όταν δεν διάβαζα, ακόμα και όταν έκανα απίστευτο θόρυβο παίζοντας με τα μαγειρικά σκεύη ντραμς στην κουζίνα, έχοντας τα όλα αραδιάσει στο πάτωμα. Στην τζαμαρία, που έβλεπε τον δρόμο και τον κήπο, φτιάχναμε Lego και μιλούσαμε για διάφορα, καθώς η γιαγιά διάβαζε ή έραβε στην ραπτομηχανή μιας άλλης εποχής. Στο μπάνιο βάζαμε ξύλα και ανάβαμε φωτιά για να ζεστάνει το νερό – Τρίτη και Παρασκευή –και μας βούταγε μέσα με τον αδελφό μου και κλαίγαμε ή κτυπιόμασταν. Μα γελούσε συχνά. Στα 54 του διαγνώστηκε με καρκίνο. Ήμουνα πολύ μικρός. Πήρε πρόωρη σύνταξη έτσι ήταν πάντα εκεί. Μπολιάζαμε τις τριανταφυλλιές, καθαρίζαμε την αποθήκη, ζωγραφίζαμε, κάναμε ένα περίπατο κάθε σούρουπο γύρω από την ‘πολυκατοικία’ – το μόνο τριώροφο κτίριο της γειτονιάς με διαμερίσματα που απλά λέγαμε πολυκατοικία ως στοιχείο αναφοράς ακόμα και όταν παίζαμε με τα ποδήλατα και τους γείτονες.
«Ναι μαμά , μόνο γύρω από την πολυκατοικία, δεν πάμε πιο μακριά.» Θα λέγαμε στη μάνα ή στις μανάδες φίλων μας αμα φεύγαμε όλοι μαζί.
Και σίγουρα λέγαμε ψέματα , και σίγουρα όλοι οι μεγάλοι το ήξεραν. Μα τότε ήταν πιο φυσικό να’ σαι γονιός και οι ευθύνες σου λιγότερες, πιο βασικές προς τα παιδιά σου. Σήμερα έχει πια γίνει επάγγελμα το ‘γονιός’ και χάνει όσο πάει την φυσικότητα του με όλα όσα οι ψυχολόγοι λένε και γράφουνε.
Στο σπίτι του παππού ζούσα. Και με την ασθένεια του ζούσα, επίσης. Είχε μια συλλογή γραμματοσήμων από το 1938 απ’ όταν σπούδαζε στην Αγγλία και ήταν μετά στον πόλεμο. Και τη συνεχίζαμε μαζί. Άμα πια βάρεσε και οι μεταστάσεις τον καθήλωσαν, για μένα δεν άλλαξε τίποτα. Παίζαμε με το μπαστούνι και το καρότσι το αναπηρικό και άμα σχόλανα από το σχολείο έτρεχα στο δωμάτιο του να του πω τα νέα. Κόντευα τα 8, κι’ αυτός τα 60. Έτρεχα στο περίπτερο και του έφερνα τσιγάρα σε κασετίνα τότε και άφιλτρα. Τα πέταγε αναμμένα άμα τα είχε καπνίσει, έξω από το παράθυρο που ήταν πάνω από το κρεβάτι του, και με τον αδελφό μου τρέχαμε και καπνίζαμε τις τελευταίες ρουφηξιές κρυμμένοι κάτω από την μανταρινιά. Μια μέρα, στο πλαϊνό ερμάρι μπροστά, στο κάτω μέρος όπου ήταν τα βιβλία με τα γραμματόσημα μου ζήτησε να τα πάρω ένα ένα και να τα φέρω. Το έκανα. Τα άνοιξε και τα κοίταζε.
«Παππού άμα πεθάνεις θα μου τα αφήσεις;» ρώτησα χωρίς να συλλαμβάνω την ακριβή έννοια της ‘για πάντα απουσίας’.
«Ναι Αχιλλέα. Θα είναι δικά σου να τα συνεχίσεις.»
Και πέθανε. Με ζήτησε και με πήγε η μάνα λίγες ώρες πριν. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι του παλιού νοσοκομείου και έγειρα πλάι του. Με κοίταξε, γεμάτα τα πράσινα του μάτια δάκρυα, έφυγα και δεν τον ξανάδα ποτέ. Η Ευπραξία μου παρέδωσε τα γραμματόσημα.
Πήρα και τις γραβάτες του και τις πυτζάμες του και τα readers digest, και το ραδιοφωνάκι που ακούγαμε μουσική τα Σάββατα και πολλά άλλα δικά του. Συνέχισα την συλλογή μέχρι τα δεκάξι μου και πια την παρέδωσα στην κόρη του αδελφού μου όπως ένιωθα να κάνω.
Κοιμόμουνα με τις πυτζάμες του ως μεγάλη ηλικία, εφηβική. Είναι παράξενο πόσο το σώμα κατακρατά τη μνήμη της υφής. Από τα ρούχα, τις πλαστικές τότε μαξιλάρες του αυτοκινήτου στο σώμα μου, τα ταϊστά σεντόνια, το τσιγαρόχαρτο στα χείλη, τα μαλλιά του στα χέρια μου.
Ανακάλυψα λίγες μέρες μετά πως στο νιπτήρα του μπάνιου μαζεύτηκαν τρίχες από τα τελευταία του χτενίσματα και τις πήρα και τις χάιδευα, μικρούλης και ντροπαλός για τον πόνο μου. Ως να ήταν λάθος να πονώ και ύβρις προς τον μεγάλο κλέφτη, τον θάνατο, να φωνάξω το πόσο μου έλειπε.
Άλλαξαν πολλά τότε και μια μέρα, με θυμό, πήγα στο γκαράζ, πήρα τους δίσκους του από βινύλιο και με μια πέτρα τους έκανα θρύψαλα. Η μάνα έτρεξε να μου θυμώσει μα δεν την θυμάμαι καθόλου να φωνάζει. Ίσως να καταλάβαινε αυτό που εγώ τότε δεν υποψιαζόμουνα καν. Την προδοσία και την εγκατάλειψη που ο χαμός του με έκανε να βιώνω για χρόνια.
Μου λείπει μέχρι σήμερα εκείνη η ξεγνοιασιά και η απόλυτη συγχώρεση σε ότι έκανα. Εκείνη η αγκαλιά χωρίς τιμή, χωρίς αντίκρισμα και υποχρέωση. Η γενναιοδωρία της αγάπης. Δεν έχει σχέση η συγγένεια, δεν έχει σχέση η οικογένεια. Μπορεί να υπάρξει στη φιλία, σε έναν άγνωστο, σ’ έναν ανώνυμο ξένο. Δεν ζητά τα μάτια των θεών που θα την ανταποδώσουν μετά θάνατον, ούτε την αναγνώριση κανενός. Είναι σαν γέμισμα της μοναξιάς, αυτής της βασικής ρουφήχτρας που όλοι νιώθουμε βαθιά μέσα και φοβόμαστε. Και εκεί άμα την δίνουμε, μες την αίσθηση της αναγνώρισής της στον άλλον και σ’ εμάς, μες την ταύτιση με τ’ ανθρώπινο, κερδίζουμε ζωή, ξυπνάμε από τον λήθαργο και τον συνεργάτη του τον φόβο.
* * * * * * * * *
Ο Όλιβερ ήταν 8 χρονών και μεγάλωσε και αυτός με τον παππού του διότι οι γονείς του μετατέθηκαν στο εξωτερικό και δεν μπορούσαν να τον πάρουν. Ο παππούς του είχε από την ασθένεια χάσει την φωνή του άμα ο Όλιβερ ήταν 4 και οι δυο τους συνεννοούνταν με νοήματα και γέλια και ματιές όσο κανένα άλλο ζευγάρι που μίλαγε και άκουε. Ο παππούς έφτασε στο τέλος και οι γονείς του Όλιβερ επέστρεψαν στην Γαλλία. Ήμουν τότε σε εκπαίδευση με την Μαρί-Καρμέν σε ένα ανακουφιστικό νοσοκομείο για ασθενείς ‘τέλους ζωής’. Ο Όλιβερ ήρθε να δει τον παππού και ήταν πολύ θυμωμένος. Τον βάλαμε στο γραφείο μόνο του για να του εξηγήσουμε. Μίλησε η Μαρί-Καρμέν για την ασθένεια και τον πόλεμο που γινόταν στο σώμα του παππού και ο Όλιβερ ακούγοντας προσεκτικά είπε:
«Εγώ άμα κάποιος μου επιτίθεται του λιώνω τα μούτρα.»
«Ναι», ανταποκρίθηκε η Μαρί-Καρμέν «όμως ο παππούς είναι πολύ κουρασμένος για να το κάνει αυτό στην κακιά αρρώστια.»
«Δεν με νοιάζει. Να το κάνω εγώ. Θα μπω στο δωμάτιο και θα την εξοντώσω.»
«Δεν μπορείς αγόρι μου», του λέει. «Όμως είναι κάτι που πρέπει να ξέρεις. Πολύ σημαντικό.»
«Τι; Και να την σκοτώσω;»
Και η Μαρί-Καρμέν, αρχίζει ζυγώνωντας το κεφάλι της στον μικρό, έτοιμη να του πει την πιο μυστική στρατηγική, και ψιθυριστά του λέει:
«Η απαίσια ασθένεια είναι ηλίθια, παλαβή. Είναι παντού μέσα στο σώμα εκτός από την καρδιά. Είναι μια αρρώστια που δεν μπορεί να αγγίξει την καρδία.»
Ο Όλιβερ, κι’ αυτός σκυμμένος συνωμοτικά, κι’ εγώ, που δεν καταλάβαινα τι γινότανε, συνεχίζει να ρωτά: «Και τι μ’ αυτό;»
«Να, η καρδία έχει μια σύνδεση μαζί σου και όλους όσους αγαπά ο παππούς και θέλω να κλείσεις τα μάτια σου και να πάς στο εργαστήρι του παππού… εκεί όπου φτιάχνατε μαζί τόσα πράγματα… και να μου διηγηθείς τι κάνατε βλέποντας το πίσω από τα μάτια.»
Και όλοι κλείσαμε τα μάτια. Και άρχισε ο Όλιβερ να λέει, και να βάζει λεπτομέρειες και η
Μαρί-Καρμέν να ρωτά «Και ο παππούς τι κάνει τώρα και πως σου γνέφει τώρα;…….»
Και καθώς ο Όλιβερ είναι ‘εκεί’ σε αυτό το γκαράζ εργαστήρι και διηγείται, λέει η Μαρί-Καρμέν:
«Η καρδιά του παππού του επιτρέπει να μένει εκεί πίσω από τα μάτια κάθε φορά που τον θες να είναι μαζί σου. Κλείνεις τα μάτια, τον σκέφτεσαι και αυτός έρχεται, σε όσα κάνετε μαζί: στην κουζίνα, τα παιχνίδια, τις κατασκευές, το σχολείο. Αυτή η παλαβή αρρώστια δεν το ξέρει αυτό και επειδή η καρδιά του παππού είναι γεμάτη από αγάπη για σένα, αυτός ο παππούς από πίσω από τα μάτια θα’ ναι για πάντα εκεί.»
Ο παππούς πέθανε καθώς εμείς ήμασταν σε ραντεβού με τον Όλιβερ. Στην κηδεία, μας είπε ο μπαμπάς του, πως άμα ο μικρός τον είδε να κλαίει του είπε να κλείσει τα μάτια και να πάει εκεί που ο παππούς θα είναι πάντα μαζί του.
Άμα γύρισα σπίτι το βράδυ έκλεισα τα μάτια και πήγα να ξαναβρώ όλους αυτούς που αγάπησα και πήρε ο θάνατος. Όλοι ήταν εκεί. Ίδιοι όπως τότε. Η καρδιά τους ήταν άθικτη και τους επέτρεπε να μ’ επισκεφτούν όπως τον παππού του Όλιβερ:
πίσω απ’ τα μάτια.