Δεν ξέρω τίποτα με σιγουριά, όμως όταν κοιτάζω τα αστέρια με κάνει να ονειρεύομαι. Βίνσεντ Βαν Γκογκ
I don’t know anything with certainty, but seeing the stars makes me dream. Vincent van Gogh
Ήτανε μεσημέρι, και στεκόμουνα έξω από την γυάλινη πόρτα του διαδρόμου του νοσοκομείου στο οποίο εργαζόμουν, ένα κέντρο ανακουφιστικής φροντίδας, ισόγειο, και κάπνιζα. Οι νοσηλευτές έμπαιναν και έβγαιναν στα δυο δωμάτια που τα χώριζε ένας τοίχος όπου στο ένα νοσηλεύονταν 4 γυναίκες και στο άλλο ένας κύριος που συμπαθούσα πολύ. Είδα να φτάνουν ταυτόχρονα από δυο διαφορετικά γραφεία τα αυτοκίνητα που θα παραλάμβαναν το σώμα, αυτό που σήμαινε πως κάποιος πέθανε, και όχι μόνο ένας μα δύο. Οι νοσηλευτές έκλεισαν τις πόρτες των άλλων δωματίων και χωρίς να συνεννοηθούν έβγαλαν και το ένα φορείο και το άλλο στο διάδρομο ταυτόχρονα. Δυο άνθρωποι νεκροί ξαπλωμένοι στα άσπρα τους σεντόνια βρίσκονταν την ίδια ώρα στο διάδρομο. Οι νοσηλευτές κοντοστάθηκαν για λίγο, και τα δυο ξαπλωμένα αυτά σώματα έμειναν δίπλα δίπλα μέχρι να συνεννοηθούν ποιο θα έφευγε πρώτο. Έβλεπα αυτή την σκηνή χωρίς να ξέρω ποια από τις γυναίκες του θαλάμου ήταν που είχε πια φύγει από τη ζωή. Οι μετακινήσεις έγιναν, τέλειωσα το τσιγάρο και μπήκα πίσω στον διάδρομο. Οι πόρτες είχαν πια ξανανοίξει και έβαλα το κεφάλι μου στο δωμάτιο να δω ποια κυρία είχε πεθάνει.
Ξαφνικά ένιωσα να χαμογελούσε η ζωή, ένας θεός, κάποιος και χαμογέλασα μαζί του. Εσείς που θα ακούσετε την ιστορία ίσως με κρίνεται ρομαντικό ή βλάκα μα μέχρι και σήμερα θυμάμαι με γλύκα εκείνη τη μέρα.
Ο Θεοφάνης, ο κύριος στο μονόκλινο είχε έρθει στην Κύπρο μετά από κάποιο πόλεμο στη χώρα του, μικρός τότε, από μια οικογένεια ευκατάστατη που μάζεψε ό,τι είχε και του τα ‘δωσε για να φύγει και να μην τον πάρουν φαντάρο. Ήρθε, 17 χρονών στο νησί, σε μια άλλη εποχή, τότε που η Κύπρος ήταν ακόμα Αγγλοκρατούμενη. Ήταν μόνος, με ανησυχίες τεράστιες, μη ξέροντας άνθρωπο να μιλήσει, να πει πως ανησυχεί για τη μάνα και τις αδελφές του, τον πατέρα. Τα τηλέφωνα δεν ήταν κοινός τρόπος επικοινωνίας και τα γράμματα δεν φαίνονταν να παραλαμβάνονται άμα τα έστελνε. Γύριζε τους δρόμους της Λευκωσίας μέχρι που κάποια πόρνη του έκανε σινιάλο. Μπήκε μα δεν ήθελε να κάνει έρωτα, δεν ήξερε κιόλας άμα θα ’πρεπε. Αλλιώτικα μεγάλωσε και ονειρεύτηκε την πρώτη του φορά. Το άρωμα της όμως, τα χάδια της οι αγκαλιές της τον έκαναν να θέλει κι’ άλλο να μένει μαζί της. Πλήρωσε και έφυγε. Την άλλη μέρα ξαναπέρασε, είχε πια πρόταση επιθυμίας. Ήθελε να την πληρώσει να την κρατά αγκαλιά και να τον αγκαλιάζει κι ‘αυτή. Δεν ξέρω πόσο οι δυο έμπλεξαν τις μοναξιές τους μα συνδέθηκαν. Αυτή δεν ήθελε πια λεφτά μα αυτός επέμενε να πληρώνει, μιλούσε για το παιδί της που το ‘δωσε στη μάνα της να το μεγαλώσει γιατί δεν ήθελε η οικογένεια της ο γιος της να ξέρει την κατάντια της μάνας του, κι αυτός για τη δικιά του μάνα που δεν μπορούσε ούτε εκείνη να τον δει. Μιλούσαν, έκλαιγαν, γελούσαν μα κυρίως αγκαλιάζονταν. Ποιος ξέρει ποιον νόμιζε ο καθένας τους πως κρατούσε στην αγκαλιά του μα ήταν αυθεντική η αγάπη που είχε μέσα. Ατόφια, γιομάτη ανάγκη και εκπλήρωση, ανακούφιση, χαρά, αντάμωση.
Άμα μου τα διηγόταν χρόνια μετά ξαναγινόταν εκείνο τ’ αγόρι, και τα μάτια του με κοίταζαν σαν να ’ταν και δικός μου γιός, και τον αγκάλιαζα κι’ εγώ άμα έφευγα μέχρι την επόμενη μέρα που θα τον ξανάβλεπα.
Στο δωμάτιο των τεσσάρων γυναικών, δίπλα ακριβώς από το δικό του είχε φτάσει μια γριά πόρνη. Είχε ένα γιο, μεγάλο σε ηλικία που ερχόταν και την έβλεπε αραιά και που. Δεν μου ζήτησαν ποτέ να την δω, ούτε η ίδια μάλλον μα χαιρετιόμασταν άμα έμπαινα στο δωμάτιο τους για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Ήταν μεγάλη και τα είχε χαμένα, έκλαιγε άμα έβλεπε το παιδί της. Ζήταγε τον παπά να ξομολογηθεί κάποιες φορές και κάποιες μάλλον συγχώραγε μόνη τον εαυτό της. Ήταν μια γλυκιά ταλαιπωρημένη γριούλα που συμπαθούσα χωρίς να ξέρω.
Εκείνο το πρωί αποφάσισαν και οι δυο να πηδήξουν στο άγνωστο ταυτόχρονα. Και εκείνη την ώρα που κάπνιζα ταυτόχρονα οι νοσηλευτές που τίποτα δεν ήξεραν από την ιστορία του Θεοφάνη, τους ξεπόρτιζαν μαζί. Κι’ όπως έβλεπα τη σκηνή ο σκηνοθέτης μέσα μου φαντάστηκε πως αυτή ήταν η πόρνη των αγκαλιών του Θεοφάνη, και πως σε μια άλλη καινούργια έξοδο από την χώρα της ζήσης βιάστηκε κι’ αυτή να φύγουν μαζί. Να βρεθούν κάπου αλλού αγκαλιασμένοι, ξανά, να πουν για τα χρόνια που πέρασαν και τις ζωές τους. Το γάμο του Θεοφάνη, την επανένωση της κυρίας με το παιδί της, τις αμαρτίες και τα θαύματα που κάνει ο καθένας σε μια ζωή.
Δεν μίλησα σε κανένα, χαμογέλασα και πήρα μαζί μου το χαμόγελο για μέρες. Ίσως να’ ναι όλο αυτό φανταστικό, ίσως και αλήθεια. Δεν ξέρω ούτε θα μάθω ποτές μου. Όμως ξέρω σίγουρα πως ο Θεοφάνης ξαναξάπλωσε δίπλα σε μια πόρνη σαν βρέθηκε ξανά μόνος και μακριά από την καινούργια του οικογένεια, και αυτό μου ήταν αρκετό.
Ο νους ψάχνει λογικά να καταλάβει, να βάλει στοιχεία μαζί και να κάνει εξισώσεις, ένα παιδί μες τον καθένα μας θέλει να ξαναζήσει την μαγεία που μικροί όλοι γευτήκαμε άσχετα των δυσκολιών των βιωμάτων μας. Είχαμε όλοι ανάγκη να βάλουμε γυαλιά μυωπίας στη λογική και στα όσα ήταν για να παίξουμε με την θολούρα που πρόσφεραν τα ματογυάλια μας και να δούμε κόσμους αγάπης, αποδοχής, ηρωισμού, επιτυχίας, τύχης, συμπτώσεων. Αυτά τα γυαλιά τα πετάξαμε οι πιο πολλοί χρόνια τώρα και με την φαντασίωση ψάχνουμε να προβλέψουμε κινδύνους και καταστροφές μες την ευαλωτότητα που ανακαλύψαμε πως έχουμε μπροστά στα μυστήρια του θανάτου και της ζωής. Σήμερα θυμήθηκα εκείνη την μέρα που τα ξανάβαλα. Και ήθελα να σας πω πως είδα την πραγματικότητα.
Έζησα μια ζωή με πολλές συμπτώσεις, πολλά αναπάντεχα, τα πιο πολλά δώρα, ίσως αυτά και να θυμάμαι περισσότερο, ίσως η δυσκολία μου στην στατιστική να με κάνει ακόμα να πιστεύω πως υπάρχει κάπου κάποιος που θέλει να παίξουμε, ίσως ακόμη και να αρνούμαι να πιστέψω πως η ζωή είναι μόνο επιβίωση. Όπως και να ‘χει, ο Θεοφάνης έφυγε με συνοδεία και εγώ το εμπειράθηκα και χαμογέλασα και ας μην μάθω ποτές αν αυτή η κυρία ήταν η πόρνη της αγκαλιάς…