Η ψυχή
Συναντηθήκαμε προ πολλού. Αυτή δεν στάθηκε ποτέ αντίκρυ μου, μα την ένιωσα ξανά και ξανά κοντά μου. Κάποιες φορές φοβιστικά, άλλες ευχάριστα, ανακουφιστικά. Την είδα στα όνειρα μου να φορά σώματα αγαπημένων και να μου μιλά, να με προστάζει, να μου δίνει μηνύματα, να με υπενθυμίζει, να με προειδοποιεί.
Ξυπνούσα πάντα ξαφνιασμένος. Γυρνούσα μες το σπίτι και την αναζητούσα.
Κάποιες φορές με φόβο και άλλες με τόσο δέος που έτρεμα ολόκληρος. Την άκουγα μια φορά στο σπίτι του Ορελιάν να χτυπά το ταβάνι του δωματίου από την σοφίτα και άναψα ένα κερί και της μίλαγα, τρέμοντας. Άλλες, παρακαλούσα να έρθει, τότε που ήμουνα παιδί και έφυγε ο πάππους και ό,τι ασφάλεια ένιωσα έφυγε μαζί του. Μα δεν ερχόταν. Φοβόμουνα μέσα στην επιθυμία μου για το ένδυμα που θα φορέσει για να με βρει και ακύρωνα τις προσευχές μου. Άλλη φορά ξύπνησα να την βλέπω στη μορφή ενός αγνώστου να κοιμάται στο μαξιλάρι μου και να μου λέει πράματα που δεν καταλάβαινα μέχρι που η αδελφή του, η σπιτονοικοκυρά μου στο Παρίσι, κατέφθασε από το μνημόσυνο του με ένα κερί και μπόλικα λουλούδια. Της έδωσα τα χαιρετίσματα, της είπα αυτά που δεν καταλάβαινα και έκλαψε και χάρηκε μαζί.
Τολμώ να γράψω σε ένα κόσμο παράλογο που ο άνθρωπος προσπαθεί να κατακτήσει με τη λογική, σε ένα κόσμο μυστήριο που για όλα ψάχνουμε εξήγηση. Σε ένα κόσμο απέραντο, που εμείς οι μικροί νομίζουμε διοικούμε. Γιατί εγώ θα ακουστώ τρελός.
Ένα πρωί ξύπνησα δίπλα σε έναν άνθρωπο αγαπημένο, έναν έρωτα από τους πολλούς των νιάτων μου. Κοιμόταν και δεν ήθελα να ενοχλήσω, μα δεν σταματούσε αυτή η σκέψη που γινόταν σχεδόν φωνή… συνομιλία, με μια θεία του της οποίας σίγουρα δεν μου ανέφερε ποτέ την ύπαρξη της. Τόσο έντονη που πίστευα πως τρελάθηκα και θα αρχίσω να ακούω και να βλέπω αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν να μοιραστούν μαζί μου. Ξύπνησε η αγάπη μου και με κοίταζε – με την πρωινή ομίχλη της όρασης που σε κάνει να μισοκλείνεις τα μάτια – καθώς καθόμουνα σε ένα τεράστιο ξύλο (αφού μέναμε σε μια μικρή τρυπούλα στην οροφή μιας παλιάς γαλλικής πολυκατοικίας).
Δεν κρύωνα καθόλου · ψέλλιζα διάφορα. Ζούσαμε στη Λυών. Είχαμε γνωριστεί σπίτι μου κάτι βδομάδες πριν. Έκλινε ένα μπαρ γιατί κόψανε το ρεύμα και εγώ βγήκα πάνω σε μια καρέκλα και τους προσκάλεσα όλους σπίτι μου. Ένα δωμάτιο που χώραγε ίσα ίσα εμένα, ένα σκύλο, άλλες φορές και κάτι αδέσποτα, άλλες κάποιους έρωτες, χωρισμένους φίλους και φίλες και που στην πόρτα έγραφε: ‘ο παράδεισος’.
Εκείνο το βράδυ η αγάπη μου έμεινε. Μάλλον είμασταν πιωμένοι είπα, μα την άλλη μέρα και την παράλλη δεν ήπιαμε. Και το ίδιο νιώθαμε. Ερωτευτήκαμε παράφορα. Δεν υπήρχε χρόνος παρά της αναμονής να ιδωθούμε. Κυκλοφορούσα τότε με πατίνια για να προλαβαίνω τη δουλειά και το πανεπιστήμιο και ενώ τα χρησιμοποιούσα χρόνια, μόνο τότε έγιναν ένα με τα πόδια μου. Γιατί δεν είχα σώμα, αφού είχα γίνει δώρο του Έρωτα.
Αυτήν που περιγράφω πιο πάνω την συναντά κανείς και στον έρωτα, γιατί σε παίρνει βαθιά μέσα σου. Εκεί στο θρόνο της πρώτης αίσθησης του ανήκειν, της πρώτης φοράς που νιώθεις ασφάλεια και καλωσόρισμα.
Τότε δεν ερωτευόμουνα ανθρώπους. Ερωτευόμουν των έρωτα ξανά και ξανά σε άλλα κορμιά και άλλα πρόσωπα, μα κάθε φορά ήμουνα σίγουρος πως θα ήταν και η στερνή, πως ο έρωτας του έρωτα είχε πια αυτό το συγκεκριμένο πρόσωπο και σώμα. Δεν το είχε ούτε εκείνη τη φορά, μα δεν πείραζε. Με πήρε κάπου όπου την αφουγκράστηκα πάλι, την άλλη, την αιώνια ύπαρξη.
«Αγάπη μου είναι μια κυρία και λέει πως είναι η θεία σου.»
«Που; Εδώ;»
«Ναι την βλέπω, δηλαδή την φαντάζομαι, σαν να βλέπω μια δικιά μου ανάμνηση. Λέει να σου πω πως δεν τις αρέσουν οι ομπρέλες, μα τα ομπρελίνα μόνο.»
Σηκώθηκε πάνω, ήρθε μπροστά μου λες και έψαχνε να την αγγίξει, μα δεν ήταν εκεί και ας έγινα ολάκερος εκείνη.
«Τι λέει», μου είπε με αγωνία,
«Πες μου σε παρακαλώ.»
«Λέει πως είναι καλά και πως σε πεθύμησε, πως δεν πας στον τάφο και ξέρει πως σου απαγόρευσαν να πας στην κηδεία. Είναι με την άλλη σου θεία, εκείνη που την τελευταία φορά που βρεθήκατε ήσασταν σε ένα πάρκο σε κάτι παιχνίδια που πετούσαν μέχρι τον ουρανό.»
«Ναι, ναι….και έμενα μαζί τους. Ήταν ζευγάρι αλλά ποτέ δεν τ’ ομολόγησαν… το υποψιάστηκα μεγαλώνοντας…»
«Σώπα, λέει, άκου. Είναι στην Γρενομπλ, μαζί τους είναι και ένα αγοράκι, ο Αντουαν. Λέει πως θέλει να πάμε από το σπίτι. Το πούλησαν σε ένα μαθηματικό, ακόμα εκεί ζει, θέλει να της πάρεις….»
«Κρίνα…»
«Ναι κρίνα!!……. »
Δεν είχαμε λεφτά για να πάρουμε δυο εισιτήρια τρένου, μα δανειστήκαμε από ένα φίλο. Φτάσαμε εκεί το μεσημέρι. Εγώ τρελός για δέσιμο… δεν ήξερα άμα έπρεπε να πάω σε ψυχίατρο ή να ακολουθήσω τα όσα συνέβαιναν.
Διάλεξα το δεύτερο γιατί μόλις φύγαμε όλα έπαψαν να κινούνται στο κεφάλι μου και έκλαιγα σαν να είχα μόλις γεννηθεί. Ένιωθα μια κάθαρση και μια αγνότητα, που χρόνια είχα να βιώσω.
Τους βρήκαμε! Διότι όλα ήταν εύκολα, όπως στις οδηγίες. Πήγαμε και στο σπίτι… απίστευτο θα σας ακουστεί μα μείναμε εκεί. Ο καινούργιος ιδιοκτήτης θέλησε να μας φιλοξενήσει. Ένα ζευγάρι αγνώστων είμασταν… νέοι… 26 χρονών μάλλον θα’ μασταν τότε. Και εκείνος ένας κύριος, μιας κάποιας ηλικίας.
Το πρωί μας έδωσε κάποια γράμματα που βρήκε στο σπίτι.
Τα άνοιξε, και άρχιζαν όλα: «Αγαπημένο μου παιδί…..» και έλεγαν τον έρωτα της, τα προβλήματα με τα αδέλφια της, την απόλυση της από το σχολείο άμα μαθεύτηκε πως ήταν ομοφυλόφιλη και συζούσε με μια γυναίκα… και ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο στον έρωτα μου.
Μήνες μετά χωρίσαμε. Μου άφησε ένα γράμμα πάνω σε μπλε χαρτί. Ειδωθήκαμε 19 χρόνια μετά σε μια παρουσίαση βιβλίου στην Λυών. Είχε δυο παιδιά. Δεν είπαμε τίποτα παρά μόνο αγκαλιαστήκαμε. Τα είχαμε όλα πει, είχαμε γίνει ποιητές για λίγους μήνες και οτιδήποτε άλλο και να λέγαμε θα’ταν ύβρις στους στίχους που ανταλλάζαμε με τις νεανικές μας φωνές, βραχνές από τα ξενύχτια και τις καταχρήσεις .
Την συνάντησα ξανά, την ψυχή. Ξανά και ξανά με άλλους τρόπους, σε συμπτώσεις και συγκυρίες. Δεν ξέρω για θεούς εγώ, ούτε για άγιες υπάρξεις ζωγραφισμένες σε τοίχους και ξύλα. Ξέρω όμως πως υπάρχει δύναμη, ενέργεια, κάτι ξωτικό και αόρατο που μένει άμα ο χώρος φιλοξενίας παύει να μπορεί να παρέχει ζεστασιά και κρυώνει και χάνεται παντοτινά.
Cover photo by Skarnos