Μοιραστήκαμε πολλά με την Ευπραξία…
Δεν της άρεσε το όνομα της, δεν ήθελε κανένα της παιδί να το δώσει σε εγγόνι της όπως είναι το έθιμο. Γεννήθηκε το ’24 όσο και να τ ‘αρνιόταν, όσο και να είχε κάποια άλλη ιστορία κάθε φορά για να δικαιολογήσει το λάθος στην ταυτότητα της. Δάγκωνε τα χείλια της σε κάθε της γενέθλια άμα έβλεπε τα νούμερα στην τούρτα. Έγινε αρκετά μεγάλη όταν πια στο παζάρι τα κεριά έβγαιναν σε σχήματα αριθμών και δεν μπορούσαν να χαθούνε κάποια χρόνια στη σωρεία κεριών στην τούρτα.
Έδωσα τ’ όνομα της σε αυτή την σελίδα γιατί ήταν πηγή αγάπης και έμπνευσης για μένα, έριχνε Νεραϊδόσκονη στις παιδικές μου στιγμές και μέσα από τις ιστορίες της είχα ζήσει τις άμαξες, τον σιδηρόδρομο της Κύπρου που πια δεν υπάρχει, τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τα κουπόνια φαγητού, την Αγγλοκρατία στο νησί μας, τον αγώνα ενάντια στους Εγγλέζους, το πόλεμο του 1974 που έσκισε το νησί μας σε δυο κομμάτια, το πραξικόπημα……. Τόσο ζωντανά με έκανε να τα ζω που στα 5 μου που πήγα σχολείο, δήλωσα πρόσφυγας για να παίρνω συσσίτιο. Υπήρξα στρατιώτης, δολοφόνος, έψαχνα κρυψώνες στα δέντρα να ετοιμαστώ για τον ερχομό ενός εχθρού και έμπαινα κάτω από το κρεβάτι της και μέτραγα τις κονσέρβες που φύλαγε ευλαβικά για τον επόμενο πόλεμο. Κανείς πια δεν θα την άφηνε νηστική επειδή θα έπαιρνε ένα όπλο για να κάνει πολέμους. Δεν ξέρω άμα η Ευπραξία ήταν μια παραμυθού ή άμα τα όσα έλεγε ήταν αληθινά. Όμως ήταν πειστική, και εγώ την ζουσα την ιστορία. Μεγάλωσα στο μικρό της σπίτι πεπεισμένος πως μαζί μας ζούσαν αντάρτες και κατάσκοποι, πως στην αυλή μας είχε θησαυρούς και στην πέρα γειτονιά ήταν οι εχθροί. Ταΐζαμε τα γατιά ολάκερης της υφηλίου, φτιάχναμε υπόγειες διόδους για τους σκαντζόχοιρους και εξημερώναμε τα σκυλιά, δίναμε στον Βύρωνα, τον ‘χαζό’ της γειτονιάς να πιει σε ποτήρια μεταλλικά φτιαγμένα από κουτιά κονσέρβας και παίρναμε στους στρατιώτες ,που ήταν παιδιά και έκαναν τη θητεία τους, φαΐ που μας ξέμενε στα δείπνα μας άμα είχαμε καλεσμένους. Κάθε φορά που κάποιος πέθαινε στην γειτονιά με έπαιρνε από το χέρι και πηγαίναμε να κάτσουμε γύρω από το τραπέζι πάνω στο οποίο ξάπλωναν το σώμα, μέσα στην τραπεζαρία, και μέναμε σιωπηλοί. Με την Ευπραξία να φορά το πρόσωπο της απόλυτης λύπης και συμπόνιας που εξαφάνιζε μόλις βγαίναμε διότι έπρεπε να μου σχολιάσει νεκρό, οικογένεια, γείτονες και λοιπούς μοιρολόγους που κάθονταν γύρω γύρω.
Πιστεύω είχε μια δόση τρέλας. Της άρεσε η ζωή. Τα μεσημέρια ξάπλωνε και έλυνε σταυρόλεξα, διάβαζε εφημερίδες και ‘Αρλεκιν με την ελιά στο πόδι μονίμως πληγωμένη από τα παπούτσια και τις ώρες που πέρναγε στον κήπο. Θυμάμαι κάθε μυρωδιά. Σαν παιδί θυμάμαι να μάζευα μυρωδιές, στα σπίτια των γειτόνων ήξερα την μυρωδιά στο κάθε δωμάτιο, από πόδια, από σαπούνι, την μπουγάδα, τα ρούχα, την μηχανή για ράψιμο, την γκαζιέρα, την ασθένεια, την έξοδο…..
Το επάγγελμα μου σήμερα είναι απόλυτα συνδεδεμένο με ιστορίες, με στιγμές, με μυρωδιές και συναισθήματα. Μου αφηγούνται και γίνομαι σκηνοθέτης, έτσι δεν ξεχνώ τίποτα απ’ όσα μου λένε. Έγινα συλλέκτης ιστοριών από την Ευπραξία και γραμματόσημων από τον άντρα της, τον Κωστάκη. Κάποιες φορές κατεβαίνω στην κάβα μου όπου έχω πάπυρους γεμάτους από ιστορίες και κάθομαι. Αυτές ξυπνάνε , ξετυλίγονται, μιλούν, κλαίνε και γελάνε. Κάποιες δίκες μου, κάποιες της γιαγιάς και των υπολοίπων που έφυγαν, κάποιες ασθενών μου, φίλων, ερώτων, παιδιών. Είμαστε όλοι ιστορίες, λέξεις μπλεγμένες από διάφορες εμπειρίες και εποχές. Κάποιες τις ψάχνουμε ακόμα για να μας κατανοήσουμε, κάποιες τις δημιουργούμε και τις κλέβουμε για να χτιστούμε, άλλες για να γεμίσουμε τα κενά της μοναξιάς και τις σιωπής που μας φοβερίζουν.
Μοιραστήκαμε πολλά με την Ευπραξία, την γιαγιά μου, μια τρελή παραμυθού, περήφανη, παντογνώστη, αγαπησιάρα, ’κοινωνιολόγο και γιατρό’ εκ πεποιθήσεως . Έγειρε ένα βράδυ το κεφάλι της πλάι στο δικό μου και πέθανε, στα βαθιά της γεράματα σε μια παρόμοια στιγμή όπως δεκάδες χρόνια πριν οι δυο μας σ ‘ένα άλλο κρεβάτι ο ένας να λύνει σταυρόλεξα και ο άλλος να διαβάζει Μίκη Μάους.
Έχω χιλιάδες ιστορίες, από τότε, από την γειτονιά, από τους ασθενείς μου, από το τώρα μου, από την φαντασία μου. Και κατεβαίνοντας στην κάβα μου τις προάλλες αποφάσισα να αρχίσω να τις μοιράζομαι. Ποιος είμαι εγώ θα έλεγε ο άλλος; Κανείς αλήθεια. Μια λέξη είμαι που διασχίζει το άπειρο. Και μαζεύει κι ‘άλλες και φτιάχνει πόλεις, χωριά, σπίτια, καφενέδες, και πράματα. Έχουν καρδιά όμως οι ιστορίες μου, και αυτή την καρδιά μου θέλω να ανοίγω, μιας και μέσα στις χαραμάδες μεταξύ των λέξεων φωνάζω συναισθήματα και ανάγκη να ενωθούμε. Μέσα σε αυτά τα διαστήματα μεταξύ των λέξεων ζω το κενό που υπάρχει άμα διερωτάσαι ποιος είσαι και γιατί ζεις. Ξέρω πια πως κανένα τέτοιο ερώτημα δεν θα απαντηθεί, και γράφοντας, αφήνοντας αυτά τα κενά, επιθυμώ ξανά και ξανά ν ‘ακουστεί η βοή που φωνάζει την άλλη λέξη να’ρθεί κοντά να παντρευτούμε. Να γίνουμε πρόταση, να μην πέσουμε στο κενό του αγνώστου, να μείνουμε ενωμένοι σαν οι Σουλιώτες άμα έπιαναν χέρια και χόρευαν και τραγούδαγαν πέφτοντας στο γκρεμό για να μην τους φάει ο εχθρός, το άγνωστο και το χωρίς νόημα. Οι ιστορίες μου λοιπόν δεν έχουν σημασία στα όσα λένε πέραν της ομορφιάς των συνδέσεων των λέξεων τους. Οι ιστορίες μου αποζητούν να επιδείξουν ξανά και ξανά την αλήθεια. Γραμμένη η καθεμία λέξη μεταξύ δυο κενών σε αυτό με την πίσω λέξη αντιλαλεί η ελπίδα να μην μείνει μόνη, σε αυτό με την μπροστινή η ελπίδα να φτάσουμε κάπου. Τελειώνουμε σαν ένα οποιοδήποτε κείμενο, και όσο νόημα και να πιστεύουμε πως βρήκαμε, τελειώνουμε, μέσα σε τούτες τες δημιουργίες ξανά και ξανά των κενών και των ελπίδων, τον αντίλαλων για ένωση, δημιουργούμε ζωή, αυτό θα ήθελα να συνεχίσει να κάνει η Ευπραξία.