Αγαπημένη μάνα…

Αγαπημένη μάνα…

Δεν έγραψα εδώ και καιρό. Ξυπνώ με φράσεις και ιδέες και μετά ξεχνώ. Είμαι στην Γαλλία, στη χώρα που με ξεγέννησε. Σε αυτήν που είδα κομμάτια δικά μου, που με γνώρισα πίσω από το κεντημένο παραπέτασμα του τι μου επέβαλλα και ξεσκιζόμουν να φτάσω. Αυτές οι ιδανικές εικόνες, αυτές οι φράσεις που αρχίζουν με το “εγώ”, “με γνωρίζω καλά”, “ξέροντας με”. Σε μια ανάγκη μεγάλη να είμαστε κάτι συγκεκριμένο. Κάτι ιδανικό, χειροπιαστό, σαν εξίσωση. Και με εμάς και με τους άλλους, χωρίς απρόβλεπτα, χωρίς την τόσο επίφοβη και απειλητική τρέλα. Είχα γονατίσει πολλές φορές στο Λονδίνο, ζητώντας έλεος από τον εαυτό μου, τον κριτή, το τι φοβόμουνα να απογοητεύσει, να πληγώσει, να βγει από τα αναμενόμενα, τα κατεστημένα, τα όρια μέσα στα οποία οι άλλοι γύρω μου θα με αγαπούσαν ακόμη, και δεν θα με απομόνωναν, δεν θα με έβλεπαν σαν τρελό ή σαν πληγή.

Ο φίλος μου ο Λουίτζι αγόρασε ένα πλοιάριο σε ένα ποτάμι εδώ. Το έκανε ξενοδοχείο. Κολλητός μου, αγαπημένος, οικογένεια. Πήγα να μείνω, σπίτι μου αλήθεια, όπως σε κάθε φίλου το σπίτι. Ζει 30 χρόνια στην Γαλλία μα πήγε στην Ιταλία να θάψει τη μάνα του. Συναντηθήκαμε μετά την κηδεία. Μου λέει με ντροπή και απόλυτη συνείδηση και αποδοχή: από την μέρα που πέθανε νιώθω πως είμαι λεύτερος. Δεν ξέρω από τι, δεν ρώτησα, μα μπορώ να αντιληφθώ. Λεύτερος από την απογοήτευση που έβλεπε στα μάτια της, κι’ ας πέτυχε σε ό,τι έκανε, κι’ ας είναι ένας βέρος καλλιτέχνης. Από αυτούς που δεν τέλειωσαν σχολές, μα υπηρετούν την τέχνη μέσα στην καθημερινότητα.

Αυτό το βάρος δεν είχα εδώ… αυτό το ένδυμα. Ήμουν όπως είμαι, τρελός, αστείος, παρεξηγήσιμος, ερωτιάρης, άπιστος, απαίσιος, αγνός, ευαίσθητος, κλαψιάρης, φωνακλάς, ονειροπόλος και τόσα αλλά. Κάποιες μέρες αυτά και άλλες όλα τα αντίθετα. Όμως ανοικτός να μου πουν οι άλλοι αυτά που θέλουν. Με μια ευγνωμοσύνη και χωρίς δικαιολογητικά. Άλλοτε σε τι ρίσκο έμπαινα άμα δεν ήμουν αυτός που ήθελα. Άμα γινόμουν βαρύς και ανεύθυνος, κωλόπαιδο και απογοητευτικός……

Μάνα λοιπόν θα έλεγα εδώ μιας και είναι μια επιστολή προς τη μάνα, δέξου με. Μάνα μην βάλεις τα γυαλιά της κοινωνίας σου και των πιστεύω σου, των φόβων και των απαιτήσεων σου. Κοίτα με γυμνό. Κοίτα εμένα, άκου την ανάσα μου και γλέντα που γεμώνει τα πνευμόνια μου, άκου την καρδιά μου και χόρεψε που δεν ψάχνει καταφύγιο και τρέχει τρελή στους δρόμους σε έρωτες και φιλίες που δεν αποφέρουν παρά την κατάβαση της σύνδεσης. Μάνα κοίτα εμένα γιατρό ή νεκροθάφτη, ομοφυλόφιλο ή τραβεστί, πατέρα ή ανύπαντρο και άγονο, πρεζάκι ή θετό πατέρα μαύρων παιδιών, πόρνη ή καλόγερο. Αγάπα με χωρίς κριτική, χωρίς αυτή την αναμονή στο μάτι, αυτή την ανάγκη να ομορφύνεις την ταυτότητα μου στον κύκλο σου. Ανάσανε με, μυρίσου με, δεν είμαι παρά εφήμερο λουλούδι που φύτεψες μες το χώμα χωρίς να ξέρεις τα χρώματα των πέταλών του.

Μάνα κάνε έγνοια σου μόνο την καλή μου ανάσα και το κέφι να συνεχίζω να ονειρεύομαι, σε καρότσι ή χορεύοντας, πλούσιο ή φτωχό, ντροπιασμένο ή καταξιωμένο κοινωνικά.

Δεν θέλω άλλο από εσένα παρά να είσαι καλά, να κάνεις όνειρα, να γεύεσαι τη ζωή, να χαίρεσαι το σώμα μες το οποίο άρχισε η δικιά μου ζωή…… και ας μην σε βλέπω, και ας μην με βλέπεις. Δεν έχει σχέση με ποιον κάνω παρέα και σε τι μπλέκω, δεν είναι αγάπη να μην με εμπιστεύεσαι και να θέλεις να είμαι άλλος. Αυτά έχω ανάγκη για να πλέω στα ανοικτά της ζωής. Εμπιστεύσου την φλόγα της ζωής μέσα μου και ας μην μοιάζω με τα άλλα παιδιά.

Έγινα αυτό που είμαι, μα σαν τον Λουίτζι το παιδί μέσα μου ανέμενε κάτι από εσένα… εκείνο το καθαρό βλέμμα που δεν είχες παρά σε στιγμές άμα με κοίταζες, αυτή την προσπάθεια να αφήσεις τις σκέψεις και να δεις τα παιδιά σου. Πόσο δύσκολο ξέρω είναι άμα κοιτάζω εγώ τα παιδιά και ξέρω πόσα άλλα θα μπορούσαν να είναι. Βάση όμως ποιου κριτηρίου, ποιου μέτρου;

Πόσο δυσκολεύομαι κι’ εγώ να σκάσω, να μην κρίνω, να μην φοβάμαι, να μην νευριάζω, να μην κάνω αβάστακτες μελλοντικές εικόνες, να μην παίρνω την ευθύνη του τι θα απογίνουν, την ανάγκη να μοιάζουμε και σε 10 χρόνια για να κρατήσουν μια σχέση.

Κι’ όμως ξέρω πως είναι ένας θάνατος που συνέβη ήδη και το μεγάλωμα μια περίοδος να τον αντέξω και μετά, μετά να’μαστε λεύτεροι, και εκείνοι και εγώ.

Μάνα δέξου να’μαι ο ανθισμένος τάφος των ονείρων σου μέσα από τον οποίο ξεφυτρώνει και γεννιέται αυτός που είμαι μέσα από τη δική μου εμπειρία και την δική μου επένδυση αυτού που μου έδωσες.

Ευχαριστώ για όσα μου έδωσες, και τα ωραία και τα άσχημα. Ξέρω πως δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να αγαπά χωρίς εγωισμό, χωρίς αναμονή, χωρίς απαίτηση, φόβο. Για να λέγεσαι άνθρωπος χρειάζεται να  αναγνωρίσεις όλα αυτά και αντέξεις ο άλλος να είναι άλλος. Αυτό είναι το γυμναστήριο στο οποίο ασκείται η αγάπη.

Με ιδρωμένη αγάπη, το παιδί σου.