Back to start…

Back to start…

Αρχίζοντας κάτι έχω ένα τεράστιο ενθουσιασμό, είμαι σίγουρος πως θα το πάρω μέχρι ένα τέλμα και θα το χαίρομαι, θα ανθίσω μαζί του, θα μεγαλώσω και θα ανοίξω κι’ άλλο το πνεύμα, την καρδιά, να γίνω σχεδόν αυτός ο ονειρικός εαυτός, ο πιο αληθινός εγώ. Στα πρώτα βήματα ενθουσιάζομαι ακόμη περισσότερο, η σεροτονίνη εκκρίνεται μπόλικη και είμαι σε μια ωραία κατάσταση. Μετά χαλαρώνω. Αρχίζω άθελα μου να χάνω ενδιαφέρον, ωσάν να έβαλα αυτό το καινούργιο που άρχισα στον ήλιο, το οποίο ξεθωριάζει, χλωμιάζει και ερήμην μου χάνω έμπνευση και ενδιαφέρον. Ακόμα και το ταλέντο που άγγιξα μέσα μου εξαφανίζεται, διερωτώμαι ποιος είναι αυτός που τόσο ολοκληρωτικά δινόταν μέχρι χθες, σε ένα έρωτα, ένα γραψίμι, μια καινούργια δουλειά, το διάβασμα, τη διατριβή , τα παιδιά, τη δίαιτα, την απόφαση. Θέλει πολύ κόπο να συνεχίσω και όλος ο ενθουσιασμός γίνεται σχεδόν αγγαρεία και ενώ συνεχίζω να είμαι εκεί και να δρω, πλέον βιάζομαι να τελειώσει, δίνω λιγότερη σημασία και φυσικά αγγίζω το μέτριο, βάσει της δικιάς μου κρίσης, νερόβραστο, ανούσιο, αναγκαστικό.

Κι’ ενώ άρχισε δυναμικά και μαζί του, τα συναισθήματα και βιώματα μου δημιουργώντας το, άνθιζαν και χρωματιζόταν η ζωή, κι ενώ με είδα να ανοίγω πόρτες καινούργιες και να μπαίνω στα δωμάτια του θάρρους, της ποίησης, της αφοσίωσης όπως θα έμπαινα σε αυτά των παιδιών για να τα ξυπνήσω, ξαφνικά πέφτει το ρεύμα στο έσσω σπίτι μου και δεν βρίσκω πια τις πόρτες τους.

Γίνεται ο μεγάλος έρωτας άλλη μια σχέση, το διήγημα που άρχισα άλλη μια αγγαρεία. Το σώμα κουράζεται. Δεν έχω δύναμη και βαριέμαι. Παραιτούμαι και ξεφυσώ. Παίρνω τηλέφωνα. Τρέχω στο ψυγείο… Στραγγίζω από ζωή λες και μια μέγγενη με πίεσε ασφυκτικά. Βρίσκω δικαιολογίες: είναι έτσι οι σχέσεις, είναι τα παιδιά, η δουλειά, γιατί να δώσω, είμαι μάλλον άρρωστος, δεν το’ χω…Φυσικά και αυτό οδηγεί στα γνώριμα και καθημερινά, τα βολικά και τα πιο κοινά. Αυτά με τα οποία ξεχνιέμαι και περνά ο χρόνος χωρίς να τον αντιλαμβάνομαι. Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει μέχρις που μια ολάκερη χρονιά μένει απλά σαν αριθμός που είδα αστραπιαία να περνά χωρίς να γαργαλίσει έστω και λίγο κάποια καινούργια νότα τις χορδές μου.

Και μέσα σε τούτη την πίεση που μου επιβάλλω για συνέχιση του οποιουδήποτε καινούργιου, ένας πόλεμος ξεσπά. Ντύνομαι στρατιώτης, βάζω εξάρτηση και κράνος, παίρνω όπλο. Ένας Αχιλλέας μου γλυκομιλά, προσπαθεί να με μεταπείσει, μετά φωνάζει, μετά απελπίζεται, κι’ εγώ στο χακί αρχίζω να λεηλατώ ακούραστα και πεισματικά. Παράλογα πυροβολώ, παράλογα θυμάμαι κατηγορίες, λάθη, ατέλειωτες δουλειές, όλα όσα δεν και όλα όσα έπρεπε μα δεν. Γεμίζει το είναι μου απέχθεια και μίσος. Αρχίζουν να φωτίζονται οι γωνιές που δεν μου αρέσουν και υφαίνω γεγονότα και πεποιθήσεις με τους συμβούλους πολέμου μου για να χάσει κάθε γη μέσα μου μέχρι και την ελπίδα να κρατήσει μια οποιαδήποτε αξία.

Ξέρω πως εσύ εκεί έξω… που μ’ ακούς… ξέρεις πολύ καλά τι λέω. Ξέρω πως εσύ έξω εκεί που μ’ ακούς έψαξες σε βιβλία και θεραπευτές, σε αυτοβιογραφίες και σε πνευματικά κινήματα να αφιερωθείς πιο μόνιμα σε αυτά που λες δημιουργικά και που σε κάνουν να βάζεις ‘Ζ’ κεφαλαίο στη ζωή, σε αυτά που άμα δίνεσαι αγαπάς καλύτερα αυτό που βιώνεις ως εαυτό σου, και μέσα από το οποίο ξεχνάς τον άλλον που ντύνεται στρατιώτης και απειλεί. Και ωσάν να μπήκες σε ένα μαγνητικό πεδίο που σε τραβά μόνο πάνω και σε εξυψώνει στα μάτια σου σε αντίθεση με το κομμάτι σου που σε κάνει ακόμα ένα λειψό κόκκο άμμου, σε νοιάζεσαι, σε αγαπάς, νιώθεις πιο εύκολη τη ζωή. Έχεις ενέργεια, συναισθήματα. Το παράξενο είναι πως αυτό ακριβώς γίνεται ακόμα και αν αυτό που διεκπεραιώνεις, μέσα στο οποίο δίνεσαι και νιώθεις ολόκληρος, είναι ένα πένθος. Ξέρεις πως δεν θα γίνεις θεός, ούτε ονειρεύεσαι μεγαλεία, χάνεσαι απλά μες την μουσική που φαίνεται να διαβάζει με ακρίβεια τις νότες που ανάβουν το είναι σου και ξεχειλίζουν την πηγή της ζωτικότητας σου.

Μες τον πόλεμο πέραν από τον εαυτό σου φταις τη ζωή, την τύχη σου, τους γονείς, το ταίρι που δεν βρήκες και τα όνειρα σου που όλο και σκουντουφλάνε σε εμπόδια.

Κι όπως συνεχίζει να πυροβολεί ο στρατιώτης όλο και πέφτει τροφή στο τερατάκι του φόβου μες το κλουβί. Και μεγαλώνει, βγάζει νύχια, απλώνει τα μπράτσα και σε τραβά στα κάγκελα του να σε σκίσει και μαζί σου και το παραπέτασμα του ουρανού που φαντάζει να κρύβει την άβυσσο του σύμπαντος.

Ξένος πια προς αυτόν με τον οποίο μόλις χθες έγραφα μαζί, παίζαμε και ερωτευόμασταν έναν άλλον, παθιαζόμασταν στο καινούργιο πόστο, δινόμασταν στο καινούργιο περιστατικό, κυκλοφορώ βαρύς και καταρρακωμένος στα δρομάκια μιας λεηλατημένης ζωής. Κάνω ακόμα και χαμογελώ, μα μου λείπει αυτό που γεύτηκα, κάνω ακόμα και γίνομαι έντονος μα ακούω απόηχους των φωνών και των κινήσεών σε μια πια τενεκεδένια ζωή.

«Ποιός είμαι;» φωνάζει κάποιος.
«Έτσι είναι ο άνθρωπος,» λέει ένας άλλος που ο στρατιώτης μου βίασε στον πόλεμο απάνω.
«Τι κάνω;» φωνάζει άλλος σαν βλέπει το τυλιγμένο με νάιλον σώμα μου και τις δράσεις μου μικρές και ανίκανες να μ’ αγγίξουν.
«Ένας άλλος,» λέει μια άλλη φωνή καθώς παίζω το θέατρο του ‘είμαι’ σ’ ένα σανίδι που τρίφτηκε ενοχλητικά στις επαναλαμβανόμενες μου κινήσεις.

Η αλλαγή φαντάζει αδύνατη και η ενσάρκωση της ψυχής μου σ’ ένα σώμα που κτυπιέται χωρίς χορογράφο ανέλπιστη.

Σταματώ, με σταματώ απ’ όλα… φοβάμαι, κάνω κρίση πανικού, νυστάζω και δεν ακούω καλά… νιώθω άρρωστος και πίνω αλκοόλ, κάνω ναρκωτικά, χορεύω μανιακά και κρίνω ακούραστα. Σταματώ κι’ άλλο… φοβάμαι πιο πολύ, κοιτώ με τρόμο εμένα να ζω, σκέφτομαι και οι σκέψεις συγχέονται και καρδιοχτυπούν ανεξέλεγκτα. Σταματώ με πιο πολύ φρένο και πια στραγγισμένος έχω μείνει εγώ και ο θάνατος μπροστά μου να με καλεί να πάω. Δεν έχω ανάγκη από προσευχές μήτε θεούς, δεν έχω ανάγκη από σύντροφο κι’ έρωτες, δεν έχω ανάγκη από γκρεμό, γκρεμίστηκα. Γυρνάω μέσα το κεφάλι και φωνάζω: Βγες!

Κλαίω, κάνει διακοπές η ανάσα, βραχνιάζει η φωνή.
Βγες προστάζω ξανά, και θα δεχτώ ό,τι δώσεις, θα δεχτώ ό,τι χάσω, θα αφήσω πίσω τα όσα νόμισα και τα όσα πιστεύω……

Κάθομαι και αρχίζω να γράφω, δεν έχει σημασία κανένας πια και τίποτα. Σταματώ τους μνηστήρες του νου που ψιθυρίζουν μεταξύ τους μέσα μου σαν σε συνάθροιση κηδείας.

Θέλω να’ μαι εγώ, θέλω να ζω. Γράφω κι’ άλλο και ξέρω πως όσα περιέγραψα θα τα ξαναζήσω. Ξέρω πως δεν είναι γη να κατακτήσεις μια για πάντα η ζωή της δημιουργίας και της παρουσίας. Ξέρω πως δεν μπορώ να με νοιάζομαι κάθε μέρα, ξέρω πως θα ξεχαστώ ξανά ερήμην μου, ξέρω πως δεν θα αργήσει η κριτική και οι ιδανικές εικόνες, η σύγκριση, το πείσμα, ο φόβος να ακούσω τον άλλο, η απελπισία για το ανθρώπινο και το κοινωνικό. Γράφω όμως, και όσο γράφω αφήνομαι κι’ άλλο στη θάλασσα μου, δεν αποδρώ από το τετριμμένο, έχω επίγνωση.

Δεν έχει νόημα, τίποτα δεν έχει νόημα, πάντα υπάρχει καλύτερο και πιο δελεαστικό, πάντα υπάρχουν γυψοσανίδες να καλύψουν γρήγορα τις τρύπες από τους πολέμους μου όπως να τρέξω έξω να με πείσουν οι άλλοι πως αξίζω και είμαι καλός. Και ξέρω πως σε αυτό το γρήγορο, τίποτα δεν θα εισχωρήσει ως το μέρος από το οποίο νιώθω πιο κοντά στην ένωση μαζί μου. Στο μέρος που δεν είναι χώρος απόδρασης μα ζωής.

Γράφω και με αυτό το τρόπο σήμερα Ζω, χωρίς νόημα χωρίς λόγο, απλά διότι γράφοντας είμαι εγώ, σε μια σκηνή μακριά από πολέμους και ατμόσφαιρες γεμάτες μπαρούτι, που έστησα με ό,τι καλό έσωσα από όλους μου τους πόλεμους. Δεν έφερα μαζί μου τα συντρίμμια, μήτε σκισμένα όνειρα, μήτε παλιές ελπίδες, μήτε επίκριση. Ξέρω πως ο στρατιώτης μέσα θα ξαναβάλει χακί και θα πάω μαζί του στη σκηνή με το χιλιοπατημένο σανίδι της επανάληψης, μα βρήκα ησυχία να αγαπηθώ λίγο με τη ζωή και να βάλω άλλο ένα κομματάκι στο μαγνήτη που πιο δυνατά θα με τραβά από τον πόλεμο στη Ζωή.